Διδαχές – Griechische Orthodoxe Kirche

Spende

Vielen Dank, dass Sie sich für die Möglichkeit einer Online-Spende interessieren!

Hier können Sie ganz problemlos online spenden.
Ob 15 €, 25 € oder 50 € – wie viel Sie letztendlich spenden, bleibt natürlich Ihnen überlassen, wir sind für jeden Betrag dankbar. Eine Spendenbestätigung erhalten sie gleich online zum ausdrucken.

Selbstverständlich unterliegen alle Ihre Daten strengster Vertraulichkeit.

Der „freiwillige Beitrag“ ist eine Spende und kann bei der Steuerklärung entsprechend geltend gemacht werden.

Danke für Ihre Unterstützung! Wir wünschen Ihnen Gottes reichen Segen!
Ihr Erzprister Georgios Makris

Hinweis: Der Mindestbetrag für eine Spende ist 5 Euro.

5.00
Personal Info

Terms

Donation Total: 5.00€

Διδαχές

«Έχω εντολή από τον άγγελό μου να μην πω σε κανέναν τίποτα….»

Να σου πω κι ένα περιστατικό που μας συνέβη, όπου αν δεν είχε χάρισμα ο Γέροντας (Ιωσήφ ο Ησυχαστής), λίγο έλειψε να μας φάει (ο μισόκαλος) ένα καλογέρι μέσα από τα χέρια μας.

Εκεί στον Άη- Βασίλη κοινοβίασε σ΄εμάς ένας βλάχος ο «πάτερ Γιάννης» πολύ ευλαβής, αλλά απλός άνθρωπος. Για ένα διάστημα όμως σταμάτησε να λέει τους λογισμούς του στον Γέροντα. Τον φωνάζει ο Γέροντας:
«Δεν έχεις κανένα λογισμό να εξομολογηθείς;».
«Όχι, όχι πολύ καλά είμαι».
Εν τω μεταξύ στην προσευχή ο Γέροντας αισθανόταν μεγάλην ανησυχίαν για τον πάτερ Γιάννην. Μια φωνή τούλεγε ότι ο πάτερ Γιάννης δεν είναι καλά. Μου λέει λοιπόν ο Γέροντας:
«Φώναξε γρήγορα τον πάτερ Γιάννη». Τον φωνάζω.
Έρχεται και του λέει ο Γέροντας αυστηρά:
«Θέλω να μου εξομολογηθείς τους λογισμούς σου».
«Μα Γέροντα δεν έχω τίποτε…».
Ο Γέροντας τον στρίμωξε: «δεν θα φύγεις, αν δεν εξομολογηθείς».

Τότε αναγκάστηκε να αρχίσει και να λέει μασημένα:
Ευλόγησον Γέροντα αλλά έχω εντολή από τον άγγελό μου να μην πω σε κανέναν τίποτα. Να, με την ευχή σου αξιώθηκα τον τελευταίον καιρό και προσεύχομαι με τον άγγελό μου μαζί.
Αλλά αφού με ανάγκασες ευκαιρία είναι να σχωρεθούμε για ότι τυχόν σου έφταιξα, διότι συμφωνήσαμε αύριο βράδυ να κατεβούμε μαζί στον παπα-Ματθαίον, να κοινωνήσω και μετά θα κατέβη ο προφήτης Ηλίας να παραλάβει με πύρινο άρμα την ψυχή μου».

Μόλις τον άκουσε ο Γέροντας του δίνει έναν μπάτσον πάνε και τα άρματα παν κι οι αναβάτες.
«Βρε πλανεμένε – του λέει- σ΄έβαλε ο μισόκαλος στο χέρι να σε ρίξει από κανέναν κρημνόν να πας εις την κόλασιν κι εσύ δεν μιλάς;».
«Μα Γέροντα είναι δυνατόν;».
«Περίμενε και θα δης αν είναι δυνατόν».

Το ίδιο βράδυ, την ώρα που είχε την επίσκεψη του «αγγέλου» να σου και του φανερώνεται – αυτήν την φορά όμως όχι μετασχηματισμένος σε άγγελον – αλλά πραγματικός ο πονηρός με κέρατα και του λέει αγριεμένα:
«Δεν σου είπα παλιοκαλόγερε να μην πεις το μυστικό μας στον Γέροντα;
Αχ και φθηνά μου την γλύτωσες. Εγώ καλά το κατάστρωσα να σε γκρεμίσω.
Μόλις άκουσε ο πάτερ Γιάννης έφριξε. Έτρεξε αμέσως στον Γέροντα και έπεσε στα πόδια του και τον ευγνωμονούσε.

Βλέπετε πόσος κίνδυνος υπάρχει όταν ο καλόγερος κρύβει τους λογισμούς του;

—————————————————-

Από το βιβλίο
Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ
Ιωσήφ Μ. Δ.

Μα, προτού εσύ φωνάξης, οι Άγιοι έσπευσαν εις βοήθειαν σου

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Εσύ νομίζεις ότι δεν έφθασεν η φωνή σου εις τους Αγίους, εις την Παναγίαν μας, εις τον Χριστόν. Μα, προτού εσύ φωνάξης, οι Άγιοι έσπευσαν εις βοήθειαν σου γνωρίζοντες ότι θα τους επικαλεσθής και θα ζητήσής την εκ Θεού προστασίαν τους. Όμως εσύ μη βλέπων πέραν αυτών όπου φαίνονται και μη γνωρίζων το πως ο Θεός κυβερνά τον κόσμον θέλεις ευθύς ως αστραπή να γίνεται το αίτημά σου. Όμως δεν είναι έτσι.

Υπόμεινον, διά να λάβης…

 ΝΑ ΥΠΟΜΕΝΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Ο ζητών Χάριν παρά Θεού, οφείλει να υπομένη τους πειρασμούς και τες θλίψεις εξ οιουδήποτε τρόπου μας έλθουν.
Δεν υπομένεις τους πειρασμούς;

Μηδέ Χάριν να ζητής.
Δεν θα σοι δοθή ποτέ.
Η Χάρις δίδεται πάντοτε, κατ’ αναλογίαν των πειρασμών.
Υπόμεινον, διά να λάβης…

«Πως να κάνετε νοερά προσευχή αδιαλείπτως»

Η πράξη της νοεράς προσευχής είναι να βιάσεις τον εαυτόν σου να λέγεις συνεχώς την ευχή με το στόμα αδιαλείπτως.

Στην αρχή γρήγορα, να μην προφθάνει ο νους να σχηματίζει λογισμό μετεωρισμού. Να προσέχεις μόνο στα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Όταν αυτό πολυχρονίσει, το συνηθίζει ο νους και το λέγει και γλυκαίνεσαι ωσάν να έχεις μέλι στο στόμα σου και θέλεις να το λέγεις.

Αν το αφήσεις στενοχωρείσαι πολύ.

Όταν το συνηθίσει ο νους και χορτάσει -το μάθει καλά- τότε το στέλνει στην καρδιά.

Επειδή ο νους είναι ο τροφοδότης της ψυχής και μεταφέρει στην καρδιά οτιδήποτε φαντασθεί.

Όταν ο ευχόμενος κρατεί τον νου του να μη φαντάζεται τίποτε, αλλά να προσέχει μόνο τα λόγια της ευχής, τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποια βία και θέληση δική του τον κατεβάζει στην καρδιά, και τον κρατεί μέσα και λέγει με ρυθμό την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» …;

Αν θέλεις να βρεις τον Θεό δια της «ευχής» δεν θα σταματάς ποτέ αυτήν την εργασία. Όρθιος, καθήμενος, βαδίζοντας δεν θα μένεις χωρίς την ευχή.

Να μη βγαίνει πνοή χωρίς την ευχή για να εφαρμόζεται ο λόγος του Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε».

Εάν μπορέσεις να λέγεις την «ευχή» εκφώνως και συνέχεια, σε δύο-τρεις μήνες πιστεύω την συνηθίζεις και μετά πλησιάζει η Θεία Χάρις και σε ξεκουράζει.

Αρκεί να μη σταματήσεις να την λέγεις με το στόμα, χωρίς διακοπή.

Όταν την παραλάβει ο νους τότε θα ξεκουρασθείς με την γλώσσα να την λέγεις.

Όλη η βία είναι στην αρχή, έως ότου γίνει συνήθεια.

Κατόπιν θα την έχεις σ’ όλα τα χρόνια της ζωής σου.

Μόνο κτύπα ευθέως την θύρα του θείου ελέους και πάντως ο Χριστός μας θα σου ανοίξει, εάν επιμένεις.

Ιδού ο αληθινός στόχος

Από τις κινήσεις τις οποίες ο άνθρωπος κάνει, αρχίζοντας από τα νοήματα του μέχρι την εφαρμογή των πραγμάτων, πρέπει να εξετάζη συνεχώς, τί παίρνει απ’ αυτά ο Θεός.

Διότι μόνον αυτά θα μείνουν, τα υπόλοιπα θα καταργηθούν.

Γι’ αυτό πάντοτε το τονίζομε, να είσθε προσεκτικοί, γιατί μέσα στην περιεκτική πονηρία του διαβόλου περιέχεται και τούτο το τρομερό μυστήριο. Δεν πολεμεί ο σατανάς μόνο να ανακόψη τον αγωνιστή και να τον βγάλη έξω της κονίστρας και του σταδίου. Βέβαια εκείνοι πού τον ακούουν και βγαίνουν έξω του σταδίου, φυσικά, τον χαροποιούν αφάνταστα.

Όσοι όμως δεν πείθονται και μπαίνουν μέσα στον κύκλο της δράσεως, αυτούς όχι μόνο δεν τους εμποδίζει, αλλά και τους ενισχύει, με την διαφορά ότι τους αποπροσανατολίζει. Κάνουν την διανοητική και πρακτική εργασία τους, αλλά όχι με φρόνημα ορθό. «Μακάριοι», λέγει ο Ιησούς μας, «οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται». Αν ερμηνεύσωμε την λέξη κατά γράμμα, θα δούμε ότι το περισσότερο πλήθος των ανθρώπων πού υπάρχουν σήμερα, είναι πενθούντες. Αλλά ποιος από αυτούς τους πενθούντες θα μακαρισθή; Μόνον οι ελάχιστοι εκείνοι οι οποίοι πενθούν για τον Θεό. Όσοι δηλαδή έχουν συναίσθηση της αμαρτωλότητός τους και είναι πληγωμένη η καρδιά τους από την κατά Θεόν λύπη, ότι ελύπησαν το κέντρο της αγάπης τους, τον Θεό και κλαίνε γι’ αυτό τον σκοπό. Αυτοί θα πάρουν τον μακαρισμό. Γι’ αυτό πρέπει να είμεθα προσεκτικοί. Δεν είναι θέμα απλώς να ενεργούμεν, αλλά να ενεργούμε κατά Θεόν.

Κοιτάζετε με πόση λεπτομέρεια ο μεγάλος αυτός φωστήρας, τον οποίον αναγνώσαμε το πρωί, μας είπε το ωραίον αυτό παράδειγμα! Κάποιος μοναχός αποφασίζει να αφιερωθή στο να υπηρετή έναν ασθενή. Και το ελατήριο το οποίο ξεκίνησε και έβαλε αυτή την απόφαση σε ενέργεια ήταν ότι, άμα το κάνει, θα έχη μισθόν από τον Θεό. Και μέσα από την ακριβέστατη διάκριση, ο μεγάλος αυτός Πατέρας είδατε τί είπε; Αυτός δεν ενεργεί σωστά. Δεν κτύπησε τον στόχο. Βέβαια δεν θα πούμε ότι αμάρτησε γι’ αυτή του την πράξη, αλλά το κέρδος του ήταν πολύ μικρό, εν συγκρίσει με τον κόπο πού έκανε και το μέγεθος της προσφοράς του. Θα ήταν καλύτερα αν ενεργούσε εν ονόματι της συμπαθείας, εν ονόματι της εντολής του Χριστού, εν ονόματι της αγάπης του Κυρίου μας· εάν «διά τους λόγους των χειλέων Του, εφύλαττεν οδούς σκληρός». Ιδού ο αληθινός στόχος.

Για ποιο σκοπό κάνομεν ένα διακόνημα; Δεν το κάνομε γιατί φοβούμεθα τον Γέροντα πού έδωσε την εντολή. Όχι γιατί φοβούμεθα ότι θα μας παρεξηγήσουν οι συνάνθρωποι μας, πώς είμεθα τρόπον τινά δύστροποι και αποπροσανατόλιστοι. Ούτε για να γινόμεθα συνεπείς στην ρουτίνα, ή για να είμεθα δήθεν πειθαρχικοί και να μην προκαλούμε ανωμαλία. Δεν είναι αυτός ο σκοπός. Ο σκοπός είναι ότι αυτό πού κάνομε, να το κάνομε ενσυνείδητα και αν είναι ανάγκη να μας το υποδείξη κάποιος προγενέστερα, είναι γιατί δεν το γνωρίζαμε καλά και δεχθήκαμε με ταπείνωση την συμβουλή, για να πάρωμε τον πραγματικό στόχο.

Αφού το καταλάβαμε, το συνειδητοποιήσαμε, τώρα μόνοι μας, κι αν ακόμη μας εμποδίσουν, δεν θα προβάλομε φυσικά αντίσταση αυθάδη, αλλά θα επιδιώξωμε με ταπείνωση να εύρωμε τρόπο, ούτως ώστε να το έφαρμόσωμε για την αγάπη του Θεού. Θα το κάνωμε ως χρέος, διότι αυτό επιβάλλει η εντολή του Θεού. Ουδέποτε διεκδικώ μισθό. Ουδέποτε φοβούμαι κανένα. Δεν το κάνω γι’ αυτόν πού με απειλεί η με κολακεύει. Το κάνω, διότι συνειδητοποίησα ότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Αν δεν κινείται ο άνθρωπος με βάση πρώτα την προς τον Θεόν αγάπη και μετά προς τον πλησίον, αυτός δεν βαδίζει εύστοχα, αλλά αποπροσανατολίσθηκε. Τα έμμεσα και πλάγια μέσα πού ο άνθρωπος χρησιμοποιεί, δεν τον βοηθούν να φθάση στον πραγματικό του σκοπό.

Γι’ αυτό πρέπει να: ερευνούμε συνεχώς την συνείδηση μας, μήπως υποκλαπήκαμεν από κάποιο πάθος ή από κάποια επιθυμία και ενεργούμε με πλάγια μέσα και χάνουμε τον κόπο μας. Μόνο έτσι θα αποκτήσετε υγιή συνείδηση, μόνον έτσι θα αποκτήσετε πραγματική ελευθερία, την εν Χριστώ. Τότε θα καταλάβετε ότι όντως οι εντολές του Κυρίου μας «βαρείαι ούκ εισίν» και ότι ο ζυγός του Χριστού μας και το φορτίο Του «ελαφρόν εστί». Πειθαρχούμε στην κάθε εντολή, γιατί αγαπούμε τον Χριστό μας. Ενεργούμε μόνο γι’ Αυτόν. Όχι για την άφεση των αμαρτιών μας- εκείνη την παρέχει διά του Σταυρού. Όχι για την βασιλεία Του. Είναι προσβολή. Αυτός εδημιούργησε την βασιλεία Του, εφύτευσε κατά ανατολάς Παράδεισον, πριν ακόμα δημιουργήση τον άνθρωπο. Δεν χρειάζεται υποδείξεις. Η απόδειξη πού χρειάζεται είναι μία, να έλθη ο άνθρωπος στα συγκαλά του, να καταλάβη ότι προσβάλλει τον Θεό όταν δεν πειθαρχή στο θέλημα Του. Επομένως, τώρα δεν ζεί για κανέναν άλλο σκοπό, ζει μόνο να πράτει το αγαθό, το τέλειο θέλημα του Θεού.

Αυτή είναι η πραγματική θεωρία, αυτή είναι η πραγματική γραμμή των Πατέρων μας, για την οποία εθεωρήθησαν πλάνοι στον κόσμο τούτο και εξεδιώχθησαν, και έζησαν έξω στις έρημους, «εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης». Δεν στέγνωσαν τα μάτια τους από το πένθος, την έγνοια μήπως υποκλαπούν από τον εχθρό, ο οποίος, όπως είπα, δεν πολεμάει μόνον από μια πλευρά στο να μας αποπροσανατολίση από το να ενεργούμε σωστά, αλλά και μας ενισχύει, αρκεί η ενέργεια μας να μην είναι κατά Θεόν. Γι’ αυτό, τουλάχιστον για μας τους μοναχούς, χρειάζεται αυτό το φώς, αυτοί οι οφθαλμοί να είναι ανοικτοί, αυτό το άλας να υπάρχει πάντοτε. Αυτή η λεπτομέρεια του πνευματικού νόμου, πού αναφέραμε, είναι πολύ σπουδαία και πρέπει να ληφθή σοβαρά υπ’ όψιν. Διαπιστώνω όμως από την πείρα μου, ότι για έναν αληθινό υποτακτικό, δεν χρειάζεται η τόση λεπτολογία.

Απλούστατα, αν εφαρμόζη με ακρίβεια την υπακοή, τότε απαλάσσεται από την μέριμνα στο να διακρίνη αυτός μέσα στην νηπιότητα και την παιδική του ακόμα κατάσταση, αν αυτό πού κάνει είναι καλό ή όχι. Αυτός είναι ο λόγος πού και η Εκκλησία μας δημιούργησε την κοινοβιακή ζωή, ούτως ώστε οι προγενέστεροι, οι μεγαλύτεροι να αναλαμβάνουν την ευθύνη των νεωτέρων. Έτσι ανέχθηκαν οι Πατέρες μας την ομαδική συμβίωση, οι οποίοι, όπως ξέρετε, στην αρχή ξεκίνησαν κατά μόνας. Μετά όμως επέστρεψαν και δημιούργησαν τις κοινότητες και, έτσι, εφήρμοσαν το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε». Αλλοίμονον, όμως, σε εκείνους οι οποίοι βαστάζονται και δεν «συνιούν». Ουαί τω βασταζομένω και μη συνιέντι», αναφέρει ο Άγιος Εφραίμ στα συγγράμματα του.

Γι’ αυτό και οι προγενέστεροι, οι πεπειραμένοι, αναλαμβάνοντες τα βάρη των αδυνάτων, το κάνουν από καθήκον. Αλλά και οι ανώριμοι και οι νεώτεροι, υποτάσσονται με προθυμία και ζήλο, όχι από δουλικότητα, αλλά επειδή αισθάνονται ευγνωμοσύνη στο ότι καταδέχονται οι μεγαλύτεροι και αφήνουν την προς τον εαυτό τους ασχολία και γυρίζουν πίσω γι’ αυτούς, ενεχόμενοι τις αδυναμίες τους, και τούτο για να τους διδάξουν τον πνευματικό νόμο, μήπως, λόγω απειρίας, κοπιάσουν άσκοπα και δεν πετύχουν τον σκοπό τους. Και έτσι εφαρμόζεται ο νόμος της αλληλεγγύης.

Αυτό ήθελα να σας ενθυμίσω απόψε και να μην επαναπαύεται κανείς διότι ευρίσκεται ενεργών κάτι, εάν αυτό το κάτι, όπως είπα, δεν είναι νόμιμο. Πολλοί μέσα στο στάδιο αγωνίζονται, αλλά ένας λαμβάνει το βραβείον. Εκείνος ο οποίος άθλησε νομίμως.

Σ’ αυτόν «απόκειται, και ο της δικαιοσύνης στέφανος, όν αποδώση Κύριος εν εκείνη τη ημέρα». Αμήν.

Περί της Τήρησις των Θείων Εντολών

Η ενσάρκωση του Θεού Λόγου είναι μία κτίση ασυγκρίτως ανωτέρα της πρώτης, αποτελεί μια δευτέρα δημιουργία ασυγκρίτως μεγαλυτέρα της πρώτης.

Στην μεν πρώτη πήραμε το «είναι», το όποιο δεν κρατήσαμε.

Διά της δευτέρας, της κενώσεώς Του, μας «κατεδίκασε», εάν επιτρέπεται να πω έτσι, στην υπεραξία της υιοθεσίας, ούτω ώστε να γίνωμε κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι αυτού τούτου του Θεού Λόγου, ούτως ώστε να μας αποκαλή αδελφούς Του. Είδατε τί λέει στις Γραφές; «Υπάγετε και ύπατε τοις αδελφοίς μου». Αυτό, αν ερμηνευθή στο βάθος του, προκαλεί πραγματικά δέος και συγκίνηση. Για μας τους εξορίστους και δραπέτες πού προσβάλαμε με την όλη μας ζωή την θεία παναγάπη, εκένωσε τον εαυτό Του, υπέστη τέτοια θυσία, πού είναι πράγματι συγκλονιστική, για να μας «καταδικάση» σ’ αυτή την μεγάλη υπεραξία στην όποια επιθυμούν «Ἄγγελοι παρακύψαι», κατά τον λόγο του Αποστόλου Πέτρου.

Ποιος από μας τώρα, μετά από όλες αυτές τις επαγγελίες, από όλες αυτές τις ευλογίες, τις όποιες παρέχει αδιακρίτως στον κάθε ένα, σε όλες τις εποχές, γενεές, ηλικίες, περιστάσεις, τόπους και τρόπους τα όποια δίδει ο Θεός με τόσην ευχέρεια, με τόσο πλούτο ποιος από μας είναι εκείνος ο όποιος δεν θα συγκινηθή και από ραθυμία και ανοησία θα μείνη έξω από όλη αυτή την πανευλογία, η όποια χαρίζεται σε οποιονδήποτε αγωνίζεται; Όλα αυτά θα τα προκαλέση μιά σωστή τοποθέτηση των πραγμάτων.

Αυτό λοιπόν θέλω να υπενθυμίσω, και σε μας πού μένομε εδώ, αλλά και στους αδελφούς μας, τα καλά αυτά παιδιά, τα όποια αύριο θα επιστρέψουν μέσα στην κοινωνία και θα συνεχίσουν την κοινωνική τους καριέρα, είτε σπουδάζοντας, είτε εργαζόμενοι. Θα ήθελα τούτο να παρακαλέσω, να μην νυστάξωμε και να μην χάσωμε αυτές τις ευκαιρίες, διότι αυτά δεν αποτελούν κάποιαν αφηρημένη έννοια την οποία ακούσαμε και περιτυλίσσεται μέσα σ’ ένα σωρό αμφιβολιών και ερωτηματικών.

Είναι η μεγαλύτερη πραγματικότης η οποία παρέχεται από τον Θεό αδιαψεύστως και την κρατεί κάθε άνθρωπος, κάθε χαρακτήρας, κάθε ηλικία, κάθε φυλή, όπου και αν βρίσκεται. Κανείς δεν πρέπει να διστάση. Εάν ήταν αξίες κοινωνικές, θα ήταν δύσκολο να τις αποκτήσωμε, γιατί όσες φορές και αν θελήσωμε να γίνωμε μέτοχοι αυτών των άξιων, δεν είναι εύκολο να το επιτύχωμε, επειδή υπάρχουν άλλοι πιο επιτήδειοι από μας πού τις αρπάζουν και μείς μένομε πίσω. Τούτα όμως τα όποια παρέχει ο Θεός, τα παρέχει όχι με μέτρο και, όπως είπα, σε κάθε περίπτωση, και στους ασθενείς, και στους αδυνάτους, και στους γέροντες, και στους μικρούς, και στους μεγάλους. Αρκεί μόνο να κάνουν σωστή επιλογή. Να αποφασίσουν σωστά να διαθέσουν τον εαυτό τους για την αγάπη του Θεού και, ως προς μεν τον Θεό, να διάκεινται αγαπητικά, ως προς τον εαυτό τους δε, να ευρίσκονται στην υπακοή.

Διερωτάται κανείς μερικές φορές, τί είναι αυτό το θείο θέλημα. Σήμερα, οι διάφορες κοσμοθεωρίες οι όποιες κατέκλυσαν την γενεά μας, παρέχουν την εικόνα ότι η θέση των πιστών έναντι του Θεού είναι αναξιοπρεπής. Με τέτοια μέσα προσπαθούν να μας θολώσουν τα νερά, πράγμα το όποιο δεν είναι σωστό. Οι εντολές του Θεού, πού είναι το θέλημά Του, δεν είναι κάτι το όποιο μας επιβάλλεται κατά τρόπο δεσποτικό, όπως αυτοί το εκφράζουν. Οι εντολές είναι τα μέσα εκείνα πού ανασύρουν την προσωπικότητά μας από την καταρράκωση και αποδεικνύουν ότι είμαστε λογικά όντα, είμαστε κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Αυτού τούτου του Θεού.

Οι εντολές τις όποιες επειγόμεθα να φυλάξωμε, δεν αφορούν τον Θεό, ούτε προσφέρουν κάτι σ’ αυτόν. Απλούστατα είναι οι κανόνες της ηθικής, είναι οι νόμοι της αξιοπρέπειας και ανθρωπιάς, τους οποίους χάσαμε με την πτώση και με την ράθυμη και πεπλανημένη μας ζωή. Την άρνηση των εντολών, βιώσαμε μέσα μας σε μορφή έξεως και συνήθειας και αυτό μας μετάφερε σε μία παρά φύσιν ζωή και κατάσταση. Αυτές τις εντολές απαιτεί τώρα από μας ο σαρκωθείς Θεός Λόγος, ο όποιος μας παρέχει την σωτηρία από τον σταυρό Του και διά του παναγίου Του αίματος «καθαρίζει ἠμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας». Μόνο τούτο θέλει από μας, να «ἀγαπῶμεν ἀλλήλους» και να απέχωμε από την περιεκτική κακοήθεια πού καταρρακώνει την προσωπικότητά μας και την κάνει να μην ανήκει στα λογικά όντα, αλλά την ταυτίζει με τα κτήνη και τους δαίμονες.

Εάν λοιπόν αρνηθούμε τον παλαιό άνθρωπο, γινόμαστε μέτοχοι αυτής της κληρονομιάς, αυτής της θείας επαγγελίας, αυτής της υπέρ φύσιν αγάπης, όπου «ἐπιθυμοῦν Ἄγγελοι παρακύψαι». Στην ζωή αυτή, οτιδήποτε και αν προσπαθήσωμε να συγκεντρώσωμε στον εαυτό μας, δεν κερδίζομε τίποτε, είτε αυτές θεωρούνται ηθικές ή υλικές αξίες. Και για να κερδίσωμε αυτές τις αξίες, πόσες θυσίες χρειάζονται; Και αυτές οι θυσίες είναι οι αφορμές πού μας παρασύρουν να συνθηκολογούμε συνεχώς με την ανήθικη ζωή πού υποβιβάζει την προσωπικότητα μας. Λοιπόν εάν τις αρνηθούμε και σταθούμε στους όρους της αυτάρκειας και κάνωμε αυτά πού είναι μόνο χρεία, τότε ο χριστιανισμός είναι η πλέον ελεύθερη ζωή και η πλέον εύθυμη. Γιατί, θέλοντας να ζήσωμε κατά Θεόν, έχομε πρώτα Αυτόν τον Θεό βοηθό, μέσω του οποίου «πάντα ἰσχύομεν», καθώς συνηγορεί ο Απόστολος Παύλος λέγοντας: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμούντι μέ Χριστῷ».

Γι αυτό και πάλι επανέρχομαι να παρακαλέσω να μην παρασυρθούμε από τις ματαιότητες και από τις διάφορες κοσμοθεωρίες τις ψευδείς και ανύπαρκτες, οι όποιες εισάγονται με την πονηρία του σατανά για να μας αποπροσανατολίσουν και να χάσωμε τον σκοπό μας. Εμείς τώρα με την πείρα μας λέγομε: Ζήσαμε χριστιανικά, Χάριτι Χριστού, χωρίς βέβαια να εκπληρώσωμε στην εντέλεια το θέλημα του Θεού για την ασθένεια μας, όμως ότι εξηρτάτο από μας το προσφέραμε. Και σας πληροφορούμε με την πείρα μας, ότι μόνο μέσα στην εν Χριστώ ζωή αισθανθήκαμε πραγματική ειρήνη, ανθρωπιά και αξιοπρέπεια. Έχοντας όλα αυτά υπ’ όψιν σας, εύχομαι να εργαστήτε με περισσότερο ζήλο για την εκπλήρωση του προορισμού σας. Αμήν.

Πηγή: «Αθωνικά Μηνύματα»

Οι επτά σωματικές πράξεις της μετανοίας

Στην πρακτική των Πατέρων, που αναλύουμε αναφέρονται επτά σωματικές πράξεις στις οποίες στηρίζονται οι τρόποι και τα έργα της μετάνοιας.

Ως πρώτη πράξη στη μετάνοια οι Πατέρες τοποθετούν την η σ υ χ ί α. Είναι η απερίσπαστη διαγωγή. Η απομάκρυνση από τα αίτια, που δημιουργούν τις αφορμές της πτώσης και της ήττας, ειδικά σε όσους είναι ασθενείς χαρακτήρες, αλλά και από αυτόν τον «ως λέοντα περιπατούντα και ζητούντα να μας καταπιή» (“ Πέτρ. ε” 8).

Με την ησυχία απέχει ο αγωνιστής από τη μάταιη και άσκοπη μέριμνα και του επιτρέπεται αν θέλει να στρέψει τη σκέψη και ασχολία του προς το Θεό, απ΄όπου φωτιζόμενος από τη θεία Χάρη ανακαλύπτει τον εαυτό του, που είναι απαραίτητο καθήκον.

Δεύτερη πράξη θεωρείται η ν η σ τ ε ί α. Με αυτήν καταβάλλεται και δεσμεύεται ένας από τους γίγαντες της διαστροφής – η γαστριμαργία – ο ακαταγώνιστος σύμμαχος της φύσης και του διαβόλου. Με αυτήν αιχμαλωτίζει ο τελευταίος τα πλείστα των θυμάτων του. Το πόσο απαραίτητη είναι αυτή η πράξη το απέδειξε ο Κύριος μας, όταν ανέλαβε με την παρουσία του την ανάπλασή μας, μετά το θείο βάπτισμα στον Ιορδάνη. Ποιος τώρα μπορεί να αμφισβητήσει το βάθρο αυτό της μετανοίας, της ανάπλασης, της ανάστασης, της σωτηρίας;

Εάν ο αναμάρτητος και απαθής νηστεύει – και μάλιστα παρατεταμένα – ποιος θα προφασιστεί αδυναμία ή άρνηση; Αφήνω και την άσκηση της δίψας που οι έμπειροι της εγκρατείας προβάλλουν ως άριστο άθλημα κατά των παράλογων ορέξεων.
Την α γ ρ υ π ν ί α, ως τρίτη πράξη, συνιστούν οι Πατέρες. Είναι το αποτελεσματικότερο μέσο φωτισμού του νου και γεννήτρια της προσευχής. Ο κόρος της υπνηλίας υποβιβάζει άμεσα τη διαύγεια του νου. Μειώνεται η διανοητική ικανότητα της λογικής φύσης να συγκρίνει, διακρίνει, επιλέξει και εφαρμόσει όσα η νόμιμη άσκηση απαιτεί.

Η αγρυπνία, ως μέσο της φίλης των Πατέρων μας φιλοπονίας, πάντοτε προηγείτο στους ασκητικούς αγώνες. Και είναι γνωστή η υπερβολική άσκηση των Πατέρων στην αγρυπνία. Επέμεναν στα πολλαπλά οφέλη αυτής της αρετής, επειδή συντελούσε άριστα στη διανοητική εργασία από την οποία εξαρτώνται όλα εφ΄όσον «νοῡς ορᾶ καί νοῦς ακούει» και εκλέγει και εκτελεί.

Τέταρτη και πέμπτη πράξη τοποθετούν οι Πατέρες την π ρ ο σ ε υ χ ή και την ψ α λ μ ω δ ί α. Πράγματι διαιρούσαν την εργασία της προσευχής σε δύο τρόπους, που επικρατούν στην τόσο σημαντική αυτή παναρετή. Στο όνομα της προσευχής χάραξαν την έννοια της εσωστρέφειας και ειδικά της «κατά μόνας» προς το Θεό συνομιλίας. Εκεί ο καθένας επιρρίπτει τον εαυτό του μπροστά στη θεία ευσπλαχνία και αγαθότητα και με επίμονη εξομολόγηση, δέηση, ικεσία, παράκληση ή και ευχαριστία αναφέρει τον πόνο και τον πόθο του προς «τόν δυνάμενον σώζειν» Χριστό, το Θεό μας.

Η ψ α λ μ ω δ ί α χρησιμοποιείται στις ομαδικές συναθροίσεις των πιστών. Με την υμνολογία επιτελείται εορταστικότερα η κοινή προσευχή και αυτό είναι περισσότερο αποδεκτό και εφαρμόσιμο από το λαό.

Έκτη πράξη θεωρούν οι Πατέρες την α ν ά γ ν ω σ η και μελέτη λόγων και παραγγελμάτων που μας κατευθύνουν στην εν Χριστώ πνευματική μας ζωή. Ο λόγος τους Κυρίου μας «ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου» αυτό σημαίνει:

Να μάθει και να κατανοήσει τις εντολές μου το θέλημά μου και μετά να γίνει τηρητής (τηρών αυτάς). Και αυτός «ἐστιν ό ἀγαπῶν με». Στο Μωσαϊκό νόμο απαιτητικότερα διέταζε ο Θεός τη μελέτη του θελήματός του και την ενασχόληση με αυτό για να μη παραλείπεται, ως καθήκον, η ακριβής τήρηση και εφαρμογή του. «Ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καί νυκτός» (Ψαλμ α” 2). Μια από τις σπουδαιότερες φροντίδες αυτού που θέλει να απαλλαγεί από τη λύσσα του «ὠρυομένου ὡς λέοντος» εναντίον μας, κατά τον Παύλο, είναι το να «μή ἀγνοώμεν τά νοήματα αὐτοῦ» (πρβλ Β” Πετρ. α” 21).

Επειδή οι φίλοι και δούλοι του Θεού «οὐκ ἰδίῳ θελήματι ἀλλά Πνεύματι Ἁγίῳ φερόμενοι ἐλάλησαν καί ἔγραψαν» (πρβλ Β’ Πετρ. α’ 21), είναι πλέον καθήκον η μελέτη και έρευνα των λόγων και των συγγραφών τους προς πλήρη διαφώτιση και μάθηση του αόρατου πολέμου που ασίγαστα διεξάγουμε.

Έβδομη πράξη θεωρούν οι Πατέρες την ε π ε ρ ώ τ η σ η τ ω ν ε μ π ε ί ρ ω ν για κάθε λόγο και πράξη. Με αυτόν τον τρόπο επισφραγίζεται το ταπεινό φρόνημα. Απουσιάζει ή αυταρέσκεια και η απειρία. «Τοῖς ταπεινοῖς» δίνει ο Κύριος το φωτισμό και τη Χάρη του. Το τέλος όλης αυτής της προσπάθειας και ετοιμασίας είναι η υπομονή, ώστε «μήτε θαρρεῖν, μήτε ἀπογιγνώσκειν» απ” όσα συνήθως συμβαίνουν είτε χαροποιά είτε επίπονα.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Άσκηση” του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού

Η ταπεινοφροσύνη

Το θέμα της ταπεινώσεως δεν μπορούμε να το περιγράψωμεν, έφ’ όσον δεν μπόρεσαν νά το περιγράψουν κορυφαίοι Πατέρες.

Αλλά αμυδρώς αναφέρομε ελάχιστα ψήγματα, πού να μπορέσουν αυτά τα λίγα να μας βοηθήσουν στον στόχο αυτό.

Ο μοναχός και κατ’επέκταση ο κάθε χριστιανός που θα χάση το νόημα της ταπεινοφροσύνης, αμφιβάλλω αν θα επιτύχη τον σκοπό του.
Τώρα όμως εκείνο το ελάχιστο θα όναφέρωμε, ξεκινώντας από την προσωπικότητα του Δεσπότου μας Χριστού, ο όποιος «κλίνας ουρανούς κατέβη, έκένωσεν εαυτόν και φόρεσε την ήμετέραν φύσιν», όντας «ο λόγος του Θεού», στον όποιον «εδόθη πάσα εξουσία έν ούρανω και επί γής».

Παρ’ όλα όμως αυτά, αρκέστηκε να ονομάζεται «ταπεινός τη καρδία»· οπόταν το «ταπεινός τη καρδία» στην θεοπρεπή μεγαλοσύνη δεν είναι ένα διακοσμητικό επίθετο, αλλά μία οντολογική πραγματικότης, κάτι το όποιο σαφώς δείχνει το τί σημαίνει Θεός και άνθρωπος μαζί. Άρα η ταπείνωση είναι τρόπον τινά η βάση της πραγματικότητος.
Διότι μόνο στην ταπείνωση υπάρχει η αληθινή προσωπικότης, η σταθερότης, η βεβαιότης, η ακινησία, η αλήθεια. Εκεί πού δεν υπάρχει η ταπείνωση, υπάρχει η φοβία και το άβέβαιον. Αυτό πού χαρακτηρίζει κυρίως τον διάβολον, είναι το άταπείνωτο καί, έξ αιτίας αύτού, είναι συνεχώς ταραγμένος, ασταθής και αβέβαιος, συνεχώς δε αμφιβάλλει. Τίποτε δεν κατέχει και για τίποτε δεν μπορεί να όμεριμνήση, πάντοτε φοβάται.
Την ταπείνωση είναι αδύνατον να την περιγράψωμε, διότι τώρα έγινε στολή της θεότητος. Το κέντρο της αγάπης μας, ο Ιησούς μας, την έφόρεσε και μέσω αυτής μας εξεδήλωσε τον χαρακτήρα Του. Λέγοντας το «μάθετε απ’ έμού ότι πράος είμι και ταπεινός τη καρδία», είναι σαν να μας χάραξε την μορφή Του εξωτερικά, για να μπορέσωμε στα κτιστά και ταπεινά μας περιθώρια να τον αντιγράψωμε.

Τώρα λοιπόν τί άλλο έχομεν εμείς να κάνωμε; Αφού το κέντρο της αγάπης και της προσπάθειας μας, το κέντρο ολοκλήρου του ενδιαφέροντος μας είναι Αυτός τούτος ο «ταπεινός τη καρδία», άρα δεν είναι πλέον καθήκον σε μας το θέμα της ταπεινοφροσύνης;
Στην ταπεινοφροσύνη δεν επειγόμεθα, όπως στις υπόλοιπες αρετές τις όποιες ασκούμε ανάλογα με την πίεση της αντίστοιχης κακίας, αλλά βαδίζομε προς αυτήν, θέτοντας την ως κύριο στόχο και σκοπό της ζωής μας. Γιατί μέσω αυτής θα ανακτήσωμε και ‘μείς μία προσωπικότητα πού ακριβώς να είναι Ίδια με το πρότυπο μας, το κέντρο του είναι και της αγάπης μας.

Αν λοιπόν ο Ιησούς μας έχει αυτόν τον χαρακτήρα και ‘μείς τον στερούμεθα, τότε θα κριθούμε με το φοβερό εκείνο απειλητικό ρήμα του Παύλου, «άρα νόθοι έστέ και ούχ υιοί».
Όποιος λοιπόν θέλει να απόκτηση τον χαρακτήρα του Πατρός του, ελεύθερα δε να είσέλθη και να γίνη κληρονόμος με αυτόν πού επικαλείται ως Θεό και Πατέρα, πρέπει να έχη πάνω του χαραγμένη ακριβώς αύτού του είδους την μορφή- και όταν τον αντικρύσουν οι Άγγελοι στην ώρα του θανάτου και στην ώρα της κρίσεως και της παλιγγενεσίας, τότε, κρατώντας πάνω του αυτή την μορφή, θα είναι βέβαιος ότι θα είσέλθη ελεύθερα, γιατί έσφραγίσθη και απεδείχθη γνήσιος υιός του Πατρός του.

Ο χαρακτήρας του πραγματικού συζύγου

Θα σας πω για ένα ακόμα χαρακτήρα πραγματικού συζύγου, πού πάρα πολύ δύσκολα τον συναντούμε στις μέρες μας.

Εμείς γνωρίσαμε όμως έναν. Κατά πάντα τέλειος χαρακτήρας, χριστιανός, πλήρως κοινωνικός.

Άργησε να παντρευτεί, σχεδόν στα τριάντα του, όχι γιατί αποστρεφόταν, αλλά νόμιζε ότι έτσι έπρεπε. Και τότε έκανε την προσευχούλα του με πίστη και βρήκε μια κορούλα και παντρεύτηκε.

Η κορούλα ήταν μικρή, δέκα χρόνια μικρότερη απ’ αυτόν. Μόλις την παντρεύτηκε άρχισε αύτη να κάνει αταξίες.

Έκανε πώς δεν έβλεπε αυτός, νόμιζε πώς είναι κορούλα του και αυτός πατέρας της.

Είχαν όμως επιχειρήσεις μεγάλες στο εξωτερικό και έπρεπε κατ’ ανάγκην να πάνε εκεί, έστω και προσωρινά. Την παίρνει λοιπόν και έφυγαν.

Όταν πήγαν εκεί αυτή πείσμωσε.

Λέει: «Για να με χωρίσει από το περιβάλλον μου το ‘κανε. Εγώ θα τον αφήσω». Λοιπόν, τον παρατάει και φεύγει.

Έρχεται στην Ελλάδα και πού πάει;

Σ’ ένα από αυτά τα καζίνα και ζούσε ως ελεύθερη γυναίκα επί αμοιβή. Αυτός, από την ήμερα πού έφυγε δεν έπαυε κάθε μέρα να κάνει προσευχή με δάκρυα και να επιμένει, να εκβιάζει τον Θεό: «Πανάγαθε δεν υποχωρώ, δεν θα σ’ αφήσω, εσύ μου έδωσες τη γυναίκα μου».

«Παρά Κυρίου αρμόζεται ανδρί γυνή».

Θέλω τη σύζυγο μου. Εάν πλανήθηκε ή κορούλα πρέπει να χαθεί;

Γιατί ήρθες εσύ στη γη; Δεν ήρθες να ανεύρεις το απολωλός, να θεραπεύσεις τον άρρωστο, να αναστήσεις τον νεκρό; Δεν υποχωρώ, δεν θα σ’ αφήσω ήσυχο.

Θέλω τη γυναίκα μου, να μου τη φέρεις πίσω.

Έκλαιγε επί δύο χρόνια.

Επέδρασε ή προσευχή και τελικά ήρθε στον εαυτό της.

«Πω, πω», ομολογούσε, «πρέπει να κάνει ο Θεός άλλη κόλαση, γιατί αυτή είναι για μένα μικρή!».

Πιάνει και του γράφει ένα γραμματάκι και του λέει: «Δεν τολμώ να σε ονομάσω, δεν έχω θέση.

Αν επιστρέψω, με δέχεσαι σαν υπηρέτρια;».

Απαντάει αυτός: «Αγάπη μου, γιατί είπες αύτη τη λέξη και με πλήγωσες;

Δεν σε έστειλα για διακοπές και περιμένω με λαχτάρα την αγάπη μου να ‘ρθει στην αγκαλιά μου;»

Πήγε λοιπόν, την περίμενε στο αεροδρόμιο, όπως συνεννοήθηκαν.

Όταν βγήκε αυτή έξω και τον είδε έπεσε κάτω και άρχισε να χτυπιέται με κλάματα.

Την πήρε στην αγκαλιά του. «Αγάπη μου, γιατί κάνεις έτσι και με πληγώνεις;

Σε περίμενα με λαχτάρα. Πάμε στο σπίτι μας, δεν χωρίσαμε ποτέ. Πάντοτε μαζί σου ήμουν».

Και απεδείχθη υστέρα ότι έγινε πιστή σύζυγος αυτή ή κορούλα.

Αύτη είναι ή θέση του άνδρα, του συζύγου.

Άμα οι σύζυγοι είναι τέτοιοι, δείξε μου ποια γυναίκα είναι κακή;

Η «συνταγή» της σωτηρίας

Η «συνταγή» σωτηρίας του Γέροντα προς όλους τους κοπιώντας και πεφορτισμένους, ήταν απλή και σαφής:
«Αναζητήστε σανίδα σωτηρίας κοντά στο Θεό.

-Περιορίστε τις υλικές ανάγκες σας, γιατί δημιουργούν τεράστια βάρη και άγχη.

-Μη ζηλεύετε ανθρώπους που έχουν χρήματα, ανέσεις, δόξα και ισχύ, αλλά εκείνους που ζουν με αρετή, λογική και ευσέβεια.

-Μη ζητάτε από τον Θεό πράγματα που στηρίζουν μόνο το σώμα σας, αλλά, κυρίως, ό,τι είναι καλό και ωφέλιμο για τη ψυχή σας.

-Αλλάξτε ζωή, ανακαλύψτε το νόημα της ζωής, κερδίστε τον χρόνο που χάσατε στη μέχρι τώρα πορεία σας στη γη.

-Μη εμπιστεύεστε το φρόνημα κοσμικών ανθρώπων.

-Θεραπευτείτε από αρρώστιες που κυριαρχούν στη ζωή ανθρώπων που δεν έμαθαν να νηστεύουν, να εγκρατεύονται, να προσεύχονται, να ελπίζουν.

-Μην απελπίζεστε. Ο Θεός είναι πανταχού παρών και αγαπάει τον άνθρωπο.

-Κόψτε κάθε σχέση με το κακό, ζήστε ελεύθερα, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου.

-Αποδείξτε την πίστη σας και με έργα αγάπης προς τον πλησίον.

-Αποφασίστε, τί θέλετε πιό πολύ: τη συμπάθεια του κόσμου ή την επιστροφή κοντά στο Θεό;

-Σχεδόν όλα τα προβλήματα ξεκινούν από το στόμα (από το πώς μιλάς) και, επίσης, από το πόσο εξαρτάσαι από τα πάθη σου.

-Να αγαπάς τη γυναίκα σου πιό πολύ απ’ τον εαυτό σου. Με έργα, όχι με λόγια. Και να μη της μιλάς ποτέ άσχημα, γιατί καμιά φορά η γλώσσα σκοτώνει και καταστρέφει την αγάπη. Επίσης, να προσέχετε, γιατί μερικοί γονείς χαϊδεύουν πολύ τα παιδιά τους και τους κάνουν όλα τα χατίρια. Και όταν χαϊδεύεις πολύ το παιδί, θα γίνει εγωιστής και θα πάρει στραβό δρόμο.

Πολλοί γονείς φροντίζουν περισσότερο να δώσουν υλικά πράγματα στα παιδιά τους. Αυτό είναι λάθος. Το σώμα έχει πολλές υλικές επιθυμίες, αλλά σύντομη ζωή. Η ψυχή έχει συνέχεια, άλλη πορεία. Η ψυχή δεν καταλήγει στο χώμα, άλλα στο Θεό. Όλοι σήμερα ασχολούνται με το σώμα τους, όχι με τις ανάγκες της ψυχής τους.

-Ποιες είναι οι ανάγκες της ψυχής;

-Να, πώς να στο πω; Οι ανάγκες της ψυχής είναι διαφορετικές. Και οι χαρές της ψυχής είναι αλλιώτικες από τις χαρές του σώματος. Το σώμα εύκολα το βολεύεις, τη ψυχή όχι. Αν έχεις λεφτά και μπεις σε ένα μεγάλο μαγαζί, το σώμα βολεύτηκε. Αλλά τί μπορείς να βρεις σε ένα, πώς τα λένε αυτά τα μεγάλα μαγαζιά, ναι, σουπερ μάρκετ, για τη ψυχή σου;

Η ψυχή χρειάζεται άλλα πράγματα. Η ψυχή έχει ανάγκη από ειρήνη, ησυχία, επικοινωνία με το Θεό. Για να συντηρηθεί το σώμα, χρειάζονται αργύρια και επιούσιος άρτος. Η ψυχή για να συντηρηθεί χρειάζεται θεία τάλαντα, τον επουράνιο Άρτο».

Από το βιβλίο «Τέσσερις ώρες με τον π. Παΐσιο»

Πόλεμος κατά της Ορθόδοξης πίστης...

Τι συμβαίνει στην εποχή μας; Χάνεται η πίστη μας.

Γέροντα, γιατί πολλοί άνθρωποι ,ενώ πίστευαν, έχασαν την πίστη τους;

– Αν δεν προσέχει κανείς στα θέματα της πίστεως και της λατρείας, σιγά-σιγά ξεχνιέται και μπορεί να γίνει αναίσθητος, να φθάση σε σημείο να μην πιστεύει τίποτε.
– Μερικοί, Γέροντα, λένε ότι η πίστη τους κλονίζεται, όταν βλέπουν να υποφέρουν καλοί άνθρωποι.
Ακόμη κι αν κάψει ο Θεός όλους τους καλούς, δεν πρέπει να βάλει κανείς αριστερό λογισμό, αλλά να σκεφτεί πως ο Θεός ό,τι κάνει, από αγάπη το κάνει. Ξέρει ο Θεός πώς εργάζεται. Για να επιτρέψη να συμβή κάποιο κακό, κάτι καλύτερο θα βγεί.

– Γέροντα, σήμερα ακόμη και τα πιστά παιδιά αμφιταλαντεύονται, γιατί στα σχολεία υπάρχουν καθηγητές που διδάσκουν την αθεΐα.
Γιατί να αμφιταλαντεύονται; Η Αγία Αικατερίνη δεκαεννιά χρονών ήταν και διακόσιους φιλοσόφους τους αποστόμωσε με την κατά Θεόν γνώση και την σοφία της.
Ακόμη και οι Προτεστάντες την έχουν προστάτιδα της επιστήμης.
Στα θέματα της πίστεως και στα θέματα της πατρίδος δεν χωράνε υποχωρήσεις.
Πρέπει να είναι κανείς αμετακίνητος ,σταθερός.

– Γέροντα, παλιά προσευχόμουν με πίστη στον Θεό και ό,τι ζητούσα μου το έκανε. Τώρα δεν έχω αυτήν την πίστη. Πού οφείλεται αυτό;

Στην κοσμική λογική που έχεις. Η κοσμική λογική κλονίζει την πίστη. «Εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε, πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε», είπε ο Κύριος. Όλη η βάση εκεί είναι. Στην πνευματική ζωή κινούμαστε στο θαύμα. Ένα συν δύο δεν κάνει πάντα τρία. κάνει και πέντε χιλιάδες και ένα εκατομμύριο!
Χρειάζεται καλή διάθεση και φιλότιμο. Γιατί, αν ο άνθρωπος δεν έχει καλή διάθεση, τίποτε δεν καταλαβαίνει.
Να, και για την Σταύρωση του Χριστού, τόσες λεπτομέρειες είχαν πει οι Προφήτεςμέχρι και τί θα κάνουν τα ιμάτιά Του, τί θα κάνουν τα χρήματα της προδοσίας, ότι θα αγοράσουν μ’ αυτά τον αγρό του Κεραμέως, για να θάβουν τους ξένους-, αλλά, οι Εβραίοι πάλι δεν καταλάβαιναν. «Ο δε παράνομος Ιούδας ουκ ηβουλήθη συνιέναι»…

Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Ε΄ – ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»

Εάν θέλης να βοηθήσης την Εκκλησία.

Εάν θέλης να βοηθήσης την Εκκλησία, είναι καλύτερα να κοιτάξης να διορθώσης τον εαυτό σου, παρά να κοιτάς να διόρθωσης τους άλλους.

Αν διόρθωσης τον εαυτό σου, αμέσως διορθώνεται ενα κομματάκι της Εκκλησίας. Εάν φυσικά αυτό το έκαναν όλοι, η Εκκλησία θα ήταν διορθωμένη.

Άλλα σήμερα οι άνθρωποι ασχολούνται με όλα τα άλλα θέματα εκτός από τον εαυτό τους. Γιατί το να ασχολήσαι με τον εαυτό σου έχει κόπο, ενώ το να ασχολήσαι με τους άλλους είναι εύκολο.

Εάν ασχοληθούμε μέ την διόρθωση του εαυτού μας και στραφούμε πιο πολύ στην «εσωτερική» δράση παρά στην εξωτερική, δίνοντας τα πρωτεία στην θεία βοήθεια, θα βοηθήσουμε τους άλλους περισσότερο και θετικώτερα. Επιπλέον θα έχουμε και την εσωτερική μας γαλήνη, η οποία θα βοηθάει αθόρυβα τις ψυχές που θα συναντάμε, γιατί η εσωτερική πνευματική κατάσταση προδίδει την αρετή της ψυχής και αλλοιώνει ψυχές.

Όταν επιδίδεται κανείς στην εξωτερική δράση, πριν φθάση στην λαμπικαρισμένη εσωτερική πνευματική κατάσταση, μπορεί να κάνει κάποιον πνευματικό αγώνα, αλλά έχει στενοχώρια, άγχος, έλλειψη εμπιστοσύνης στον Θεό, και συχνά χάνει την ηρεμία του.

Εάν δεν κάνει καλό τον εαυτό του, δεν μπορεί να πει ότι το ενδιαφέρον του για το κοινό καλό είναι καθαρό. Όταν ελευθερωθεί από τον παλαιό του άνθρωπο και από καθετί κοσμικό, έχει πλέον την θεία Χάρη, οπότε και ό ίδιος αναπαύεται, αλλά και κάθε είδους άνθρωπο αναπαύει.

Αν όμως δεν έχει Χάρη Θεού, δεν μπορεί ούτε στον εαυτό του να επιβληθεί ούτε τους άλλους να βοηθήση, για να φέρει θείο αποτέλεσμα. Πρέπει να βουτηχτεί στην Χάρη και ύστερα να χρησιμοποιηθούν οι αγιασμένες πλέον δυνάμεις του για την σωτηρία των άλλων.

*Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, «Πνευματική Αφύπνιση», Λόγοι Β’

- Γέροντα, ποια είναι η σωστή αντιμετώπιση, όταν προκύπτουν δύσκολα εκκλησιαστικά θέματα;

– Να αποφεύγωνται τα άκρα· με τα άκρα δεν λύνονται τα θέματα. Βλέπαμε παλιά, ο μπακάλης έβαζε λίγο-λίγο με την σέσουλα στην ζυγαριά, και έτσι έβρισκε την ακρίβεια και ισορροπούσε και η ζυγαριά.

Δηλαδή δεν έβαζε απότομα πολύ ούτε αφαιρούσε απότομα πολύ. Τα δύο άκρα πάντα ταλαιπωρούν την Μητέρα Εκκλησία και οι ίδιοι που τα κρατούν ταλαιπωρούνται, γιατί τα δύο άκρα συνήθως καρφώνουν… Είναι σαν να κρατάει το ένα άκρο δαιμονισμένος, όταν έχει αναίδεια πνευματική (περιφρόνηση για όλα), και το άλλο άκρο σαν να το κρατάει τρελλός, όταν έχει μωρό ζήλο με στενοκεφαλιά.

Ένας πνευματικά αναιδής δηλαδή με έναν ζηλωτή, που έχει μωρό ζήλο, ποτέ δεν συμφωνούν, αλλά τρώγονται και χτυπιούνται, γιατί και οι δύο στερούνται την θεία Χάρη.  Τότε – Θεός φυλάξοι! – μπορεί να χτυπιούνται συνέχεια τα δύο άκρα και «άκρη να μην τους βρίσκει» κανείς. Εκείνοι που θα μπορέσουν να λυγίσουν τα δύο αυτά άκρα, για να ενωθούν – να ομονοήσουν-, θα στεφανωθούν από τον Χριστό με δύο αμάραντα στεφάνια.

Να προσέχουμε να μη δημιουργούμε θέματα στην Εκκλησία ούτε να μεγαλοποιούμε τις μικρές ανθρώπινες αταξίες που γίνονται, για να μη δημιουργούμε μεγαλύτερο κακό και χαίρεται ο πονηρός.
Όποιος για μικρή αταξία ταράσσεται πολύ και ορμάει απότομα με οργή, δήθεν να την διορθώση, μοιάζει με ελαφρόμυαλο νεωκόρο που βλέπει να στάζει ένα κερί και ορμάει απότομα, με φόρα, για να το διορθώση δήθεν, αλλά παίρνει σβάρνα ανθρώπους και μανουάλια, και δημιουργεί μεγαλύτερη αταξία την ώρα της λατρείας.

Δυστυχώς στην εποχή μας έχουμε πολλούς που ταράσσουν την Μητέρα Εκκλησία.
Όσοι από αυτούς είναι μορφωμένοι έπιασαν το δόγμα με το μυαλό και όχι με το πνεύμα των Αγίων Πατέρων.
Όσοι πάλι είναι αγράμματοι έπιασαν και αυτοί το δόγμα με τα δόντια, γι’ αυτό και τρίζουν τα δόντια, όταν συζητούν εκκλησιαστικά θέματα, και έτσι δημιουργείται μεγαλύτερη ζημία στην Εκκλησία από αυτούς παρά από τους πολέμιους της Ορθοδοξίας μας.
Καλά είναι το ποτάμι να μην είναι πολύ ορμητικό, γιατί παίρνει σβάρνα κούτσουρα, πέτρες, ανθρώπους, αλλά ούτε βέβαια και πολύ ρηχό, γιατί θα κάθωνται κουνούπια…
Είναι μερικοί πάλι που ασχολούνται με την κριτική ο ένας του άλλου και όχι με το γενικότερο καλό.
Παρακολουθεί ο ένας τον άλλο περισσότερο από τον εαυτό του. Κοιτάζει τι θα πεί ή τι θα γράψει ο άλλος, για να τον χτυπήσει κατόπιν αλύπητα, ενώ ο ίδιος, εάν έλεγε ή έγραφε το ίδιο πράγμα, θα το υποστήριζε και με πολλές μαρτυρίες από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες.
Το κακό που κάνει είναι μεγάλο, γιατί αφ’ ενός μεν αδικεί τον πλησίον του, αφ’ ετέρου δε τον γκρεμίζει μπροστά στα μάτια των πιστών. Πολλές φορές μάλιστα σπέρνει και την απιστία στις ψυχές των αδυνάτων, γιατί τους σκανδαλίζει. Όσοι δικαιολογούν την κακία τους με το δήθεν έλεγχο των άλλων και όχι του εαυτού τους ή με το να δημοσιεύουν στον κόσμο εκκλησιαστικές καταστάσεις – ακόμη και πράγματα που δεν λέγονται – προφασιζόμενοι το «ειπέ τη Εκκλησία», ας κάνουν πρώτα αρχή από την μικρή τους εκκλησία, την οικογένειά τους ή την Αδελφότητά τους και, εάν τους φανεί καλό, τότε ας ρεζιλέψουν και την Μητέρα Εκκλησία. Τα καλά παιδιά, νομίζω, ποτέ δεν κατηγορούν την μάνα τους.
Όλοι χρειάζονται στην Εκκλησία. Όλοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ’ αυτήν· και οι ήπιοι χαρακτήρες και οι αυστηροί. Όπως στο σώμα του ανθρώπου είναι απαραίτητα και τα γλυκά και τα ξινά, ακόμη και τα πικρά ραδίκια, γιατί το καθένα έχει τις δικές του ουσίες και βιταμίνες, έτσι και στο Σώμα της Εκκλησίας όλοι είναι απαραίτητοι. Ο ένας συμπληρώνει τον χαρακτήρα του άλλου και όλοι είμαστε υποχρεωμένοι να ανεχόμαστε όχι μόνον τον πνευματικό χαρακτήρα του άλλου αλλά ακόμη και τις αδυναμίες που έχει σαν άνθρωπος. Δυστυχώς μερικοί έχουν παράλογες απαιτήσεις από τους άλλους. Θέλουν να έχουν όλοι ίδιο πνευματικό χαρακτήρα με τον δικό τους, και όταν κάποιος δεν συμφωνή με τον χαρακτήρα τους, δηλαδή ή είναι λίγο επιεικής ή λίγο οξύς, αμέσως βγάζουν το συμπέρασμα ότι δεν είναι πνευματικός άνθρωπος.

Πηγή: Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Α΄, Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, έκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον ‘’Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος’’, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999

«Ο κόσμος θέλει να αμαρτάνει και θέλει τον Θεό καλό»

Οι απομακρυσμένοι άνθρωποι από τον Θεό πάντα απαρηγόρητοι βρίσκονται και διπλά βασανίζονται. Όποιος δεν πιστεύει στον Θεό και στην μέλλουσα ζωή, εκτός που μένει απαρηγόρητος, καταδικάζει και την ψυχή του αιώνια.

Σε όποιο αφεντικό δουλεύεις, από αυτό θα πληρωθής. Αν δουλεύης στο μαύρο αφεντικό, σου κάνει τη ζωή μαύρη από εδώ. Αν δουλεύης στην αμαρτία, θα πληρωθής από τον διάβολο. Αν εργάζεσαι την αρετή, θα πληρωθής από τον Χριστό. Και όσο εργάζεσαι στον Χριστό, τόσο θα λαμπικάρεσαι, θα αγάλλεσαι. Αλλά εμείς λέμε: “Χαμένο τόχουμε να εργασθούμε στον Χριστό;”

Μα είναι φοβερό! Να μην αναγνωρίζουμε την θυσία του Χριστού για τον άνθρωπο! Σταυρώθηκε ο Χριστός, για να μας λυτρώση από την αμαρτία, για να εξαγνισθή όλο το ανθρώπινο γένος. Τι έκανε ο Χριστός για μας; Τι κάνουμε εμείς για τον Χριστό;

Ο κόσμος θέλη να αμαρτάνη και θέλει τον Θεό καλό.Αυτός να μας συγχωράη και εμείς να αμαρτάνουμε. Εμείς δηλαδή να κάνουμε ό,τι θέλουμε και Εκείνος να μας συγχωράη. Να μας συγχωράη συνέχεια και εμείς το βιολί μας. Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν, γι’ αυτό ορμούν στην αμαρτία. Όλο το κακό από ΄κει ξεκινάει, από την απιστία.

Δεν πιστεύουν στην άλλη ζωή, οπότε δεν υπολογίζουν τίποτε. Αδικούν, εγκαταλείπουν τα παιδιά τους… Γίνονται πράγματα… σοβαρές αμαρτίες. Ούτε οι Άγιοι Πατέρες έχουν προβλέψει τέτοιες αμαρτίες στους Ιερούς Κανόνες – όπως για τα Σόδομα και Γόμορρα είχε πει ο Θεός: “Δεν πιστεύω να γίνονται τέτοιες αμαρτίες, να πάω να δω!”.

Αν δεν μετανοήσουν οι άνθρωποι, αν δεν επιστρέψουν στον Θεό, χάνουν την αιώνια ζωή. Πρέπει να βοηθηθή ο άνθρωπος, να νιώση το βαθύτερο νόημα της ζωής, να συνέλθη, για να νιώση την θεία παρηγοριά. Σκοπός είναι να ανεβή πνευματικά ο άνθρωπος, όχι απλώς να μην αμαρτάνη.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Α’- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

«Η καλύτερη επιχείρηση που μπορεί να φτιάξει ο άνθρωπος»

Αναφέρει ο Όσιος Παϊσιος:
Πρέπει να έχουμε μέσα μας ένα εργοστάσιο καλών λογισμών. Αν δεν έχουμε, τότε καί ό Μέγας Αντώνιος να είναι γέροντας μας καί να κάνει συ­νέχεια θαύματα, δεν θα μπορέσει σε τίποτα να μας βοηθήσει.

Βλέπετε, όταν ό Κύριος μας ήταν πάνω στο Σταυρό καί συνέβησαν εκείνα τα φρικτά γεγονότα: οί δύο ληστές πού συσταυρώθηκαν μαζί Του, Τον αντιμετώπιζαν με διαφορετικό τρόπο ό καθένας. Ό ένας λοιπόν ληστής, ό εξ ευωνύμων, ό όποιος είχε μέσα του δημιουργήσει εργοστάσιο παραγωγής κακών λογισμών,τον βλαστημούσε. Ό άλλος όμως, ό εκ δεξιών, πού είχε καλούς λογισμούς, μετανόησε ,σώθηκε και μπήκε στον Παράδεισο.

Θα σας πω κι ένα γεγονός μ’ ένα γεροντάκι από την Καψά­λα. Αυτό το γεροντάκι είχε ακριβώς τέτοια μη­χανή, πού πάντα σκεφτόταν την καλή πλευρά του κάθε θέματος. Μόνο για το καλό είχε μάτια, για να βλέπει, για το κακό ήταν πάντα τυφλός. Κάποτε κάποιοι κοσμικοί τον επισκέφθηκαν καί του πήγαν σαν δώρο ένα μικρό ραδιοφωνάκι καί του το πρόσφε­ραν. Το πήρε ό γέροντας στα χέρια του και με θαυμασμό το πε­ριεργαζόταν. Τους ρώτησε που – σε ποιο κράτος – κατασκευά­ζεται και εκείνοι του είπαν «στην Ιαπωνία». Ενώ λοιπόν με θαυμασμό το περιεργαζόταν, ξαφνικά βλέπουν να παίρνει το πρόσωπο του χαρούμενη διάθεση καί φιλώντας το ραδιόφωνο να λέει:
– Δόξα Σοι, ό Θεός!

Τον ρωτούν τότε οι επισκέπτες του για ποιο λόγο χαίρεται και δοξάζει το Θεό κι εκείνος τους εξηγεί:
– Να, χάρηκα, γιατί έγιναν καί οι Ιάπωνες χριστιανοί καί βάζουν στα πράγματα πού κατασκευάζουν σαν σήμα τον Τίμιο καί Ζωοποιό Σταυρό».
Εΐχε δει ό γέροντας το + καί -, το θετικό καί αρνητικό πό­λο στίς μπαταρίες, καί το πέρασε για σταυρό. Το γεροντάκι αυ­τό με το λογισμό του στάθηκε σ’ αυτό, ενώ, αν είχε κακούς λο­γισμούς, θα μπορούσε να τους μαλώσει πού του πήγαν ραδιόφω­νο, ενώ αυτός ήταν ασκητής κ.λ.π.

Το ίδιο γεροντάκι, όταν περνούσε κάποιο αεροπλάνο από πάνω, αμέσως με ευλάβεια σταυροκοπιόταν. Κάποτε ένας ρώτη­σε:
– Γέροντα, γιατί, όταν βλέπεις αεροπλάνο, κάνεις το σταυ­ρό σου;
Κι εκείνος με μια πηγαία, φυσική ευλάβεια καί απλότητα του άπαντα:
– Μα, δε βλέπεις, παιδί μου, ότι έχει το σχήμα του Τιμίουκαι Ζωοποιού Σταυρού του Χρίστου μας;
Καί εδώ το γεροντάκι αυτό, ενώ μπορούσε να πιάνει τίς κα­κές πτυχές του αεροπλάνου, όπως το ότι βομβαρδίζει καί σκο­τώνει, αυτό στεκόταν στο σχήμα του σταυρού πού έφερε κι έτσι ό θόρυβος καί ή θέα του αεροπλάνου του γινόταν αιτία να μετα­φερθεί στο Γολγοθά.

Πρίν αρκετά χρόνια κατέβηκα στην Αθήνα για κάποια δουλειά καί φιλοξενήθηκα στο σπίτι ενός αδελφού χριστιανού. Το σπίτι του ήταν κοντά σ’ έναν κεντρικό δρόμο με αποτέλεσμα να έχει πολλή φασαρία. Το βράδυ μου είπε αυτός ό αδελφός ότι από την πολλή φασαρία δεν μπορούσε τίς νύχτες να κλείσει μάτι, με αποτέλεσμα να έχουν σπάσει τα νεύρα του καί να αναγκά­ζεται να παίρνει χάπια ηρεμιστικά. Αφού φάγαμε, μου έδωσαν ένα δωμάτιο, για να πάω να ξεκουραστώ καί δείχνοντας το, μου είπε:

~ Γέροντα, εδώ είναι το δωμάτιο, αλλά δεν ξέρω αν θα κλείσω μάτι μ’ αυτή τη φασαρία των αυτοκινήτων, πού ακούγεται από το δρόμο.
Αφού πέρασε ή νύχτα καί βγήκα από το δωμάτιο μου, με ρωτά:
Γέροντα, δεν έκλεισα μάτι, από τη φασαρία, εσείς τι κάνατε;
Τότε του είπα;
– Ποτέ, ούτε στο Όρος, δεν κοιμήθηκα τόσο καλά καί τόσοπολύ.
– Γέροντα, μου είπε, πώς είναι δυνατόν να γίνεται αυτό; Τότε του διηγήθηκα το τί μου συνέβη από τη στιγμή που μπήκα στο δωμάτιο. (Εκείνον τον καιρό ήταν σε εξέλιξη ό πό­λεμος στο Βιετνάμ καί καθημερινά ακούγαμε δυσάρεστα νέα α­πό τον εκεί πόλεμο καί εγώ έκανα προσευχή, για να βοηθήσει ό Θεός).

– Όταν μπήκα στο δωμάτιο, πήγα και γονάτισα μπροστά στο κρεβάτι. Τα χέρια μου καί το κεφάλι μου τα είχα ακουμπι­σμένα επάνω στο κρεβάτι κι άρχισα να εύχομαι γι’ αυτούς πού πολεμούν καί σκοτώνονται στο Βιετνάμ. Από κάτω ακουγόταν ή φασαρία των αυτοκινήτων, εγώ όμως, επειδή ό νους μου ήταν στο Βιετνάμ, μετέτρεπα με τη φαντασία μου τον ήχο των αυτόκινήτων καί φανταζόμουν τα άρματα μάχης, τον θόρυβο πού κά­νουν, όταν περνούν, φανταζόμουν πώς εκεί κάτω σκορπούν τοθάνατο, γκρεμίζουν σπίτια κ.λ.π.
Από κάτω από το δρόμο πότε-πότε περνούσε κάποιος μοτοσυκλετιστής με μηχανή πολλών κυβικών, πού έκανε υπερβολικά δυνατό θόρυβο, με αποτέλεσμανα τρίζουν τα παράθυρα. Αμέσως φανταζόμουν τα αεροπλάνα,πού πετούσαν στο Βιετνάμ καί βομβάρδιζαν καί έβλεπα να σκο­τώνονται ανελέητα μικρά παιδιά καί γεροντάκια.

Με είχε πιά­σει ένα γλυκό παράπονο κι έκλαιγα για την όλη εκεί κατάστα­ση κι έλεεινολογούσα τον εαυτό μου, πού ήμουν σε ωραίο δω­μάτιο με ωραία στρωμένο κρεβάτι, πού είχα φάει καλά καί γενι­κά δεν είχα κανένα πρόβλημα. Και ενώ έκλαιγα γι’ αυτά καί εί­χα μια πολύ μεγάλη πνευματική ηρεμία, με πήρε ό ύπνος γονατιστό και κοιμήθηκα εκεί τη νύχτα, χωρίς να διακοπεί καθόλουό ύπνος μου. «Ετσι, λοιπόν, επειδή ό λογισμός μου ήταν σ’ αυ­τούς πού υπέφεραν στο Βιετνάμ, δε με πείραζε ή φασαρία των αυτοκινήτων.

«Ετσι να κάνεις καί συ: Να βάλεις με το λογισμό σου ότι ενώ έ­ξω γίνεται πόλεμος καί ενώ όλοι σκοτώνονται, οί περιουσίες τους καταστρέφονται, τα σπίτια τους γκρεμίζονται ή πεθαίνουν από την πείνα, εσένα σ’ έχουν σ’ ένα πολυτελέστατο σπίτι , τρως, πίνεις, σε πληρώνουν, δεν κινδυνεύεις, μόνο ακούς το θόρυβο αυτών πού πολεμούν καί μ’ αυτό τον τρόπο σου δίνεται αιτία να δοξολογείς το Θεό καί όχι να αναγκάζεσαι να παίρνεις χάπια ηρεμιστικά» ή λύση είναι μία: «ό καλός λογισμός»·

Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ Ιερομ.Χριστοδούλου,Αγιορείτου Ι.Γυν.Ησυχ.Παναγία η Φοβερά Προστασία-Χαλκιδική

Αρρωστημένη θρησκευτικότητα

«Ο χριστιανός πρέπει να αποφεύγει την αρρωστημένη θρησκευτικότητα: τόσο το αίσθημα ανωτερότητας για την αρετή του, όσο και το αίσθημα κατωτερότητας για την αμαρτωλότητά του.

Άλλο πράγμα είναι το κόμπλεξ και άλλο η ταπείνωση, άλλο η μελαγχολία και άλλο η μετάνοια…

Με επισκέφθηκε κάποτε ένας κοσμικός ψυχίατρος και μου κατηγόρησε τον Χριστιανισμό, διότι, όπως είπε, δημιουργεί ενοχές και μελαγχολία.

Του απάντησα: Παραδέχομαι, ότι μερικοί χριστιανοί, από σφάλματα δικά τους ή άλλων, παγιδεύονται στην αρρώστια των ενοχών, αλλά κι εσύ πρέπει να παραδεχθείς, ότι οι κοσμικοί παγιδεύονται σε μια χειρότερη αρρώστια, την υπερηφάνεια.

Και οι μεν θρησκευτικές ενοχές, κοντά στον Χριστό, φεύγουν με την μετάνοια και την εξομολόγηση, η υπερηφάνεια όμως των κοσμικών, που ζουν μακριά από τον Χριστό, δεν φεύγει».

«Αυτά τα «γιατί» πολύ βασανίζουν τον άνθρωπο…»

Λέγει ο σοφός Σολομών ότι ο Χριστός «ευρίσκεται τοις μη πειράζουσιν Αυτόν». Οι «πειράζοντες» τον Θεόν είναι όσοι αμφιβάλλουν, διστάζουν ή και χειρότερα ακόμη, ανθίστανται στην παντοδυναμία Του και πανσοφία Του.

Δεν πρέπει η ψυχή μας ν’ αντιστέκεται και να λέει, «γιατί το έκανε έτσι αυτό ο Θεός, γιατί το άλλο αλλιώς, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά;». …

Αυτά τα «γιατί» πολύ βασανίζουν τον άνθρωπο, δημιουργούν αυτά που λέει ο κόσμος «κόμπλεξ»· παραδείγματος χάριν, «γιατί να είμαι πολύ ψηλός;» ή και το αντίθετο «πολύ κοντός;». Αυτό δεν φεύγει από μέσα.

Και προσεύχεται κανείς και κάνει αγρυπνίες, αλλά γίνεται το αντίθετο. Και υποφέρει κι αγανακτεί χωρίς αποτέλεσμα.

Ενώ με το Χριστό, με την χάρι φεύγουν όλα. Υπάρχει αυτό το «κάτι» στο βάθος, δηλαδή το «γιατί», αλλ’ η χάρις του Θεού επισκιάζει τον άνθρωπο κι ενώ η ρίζα είναι το κόμπλεξ, εκεί πάνω φυτρώνει τριανταφυλλιά με ωραία τριαντάφυλλα κι όσο ποτίζεται με την πίστη με την αγάπη με την υπομονή με την ταπείνωση τόσο παύει να έχει δύναμη το κακό παύει να υπάρχει δηλαδή δεν εξαφανίζεται αλλά μαραίνεται.

Όσο δεν ποτίζεται η τριανταφυλλιά τόσο μαραίνεται, ξηραίνεται, χάνεται κι αμέσως ξεπετάγεται το αγκάθι.

Δεν είναι, όμως μόνο η αντίδραση και τα «γιατί», που δείχνουν ότι εκπειράζομε τον Θεόν. Εκπειράζομε τον Θεό, όταν ζητούμε κάτι από Εκείνον, αλλά η ζωή μας είναι μακράν του Θεού. Τον εκπειράζομε όταν ζητούμε κάτι αλλά η ζωή μας δεν είναι σύμφωνη με το θέλημά Του –πράγματα, δηλαδή ενάντια στον Θεό· άγχος αγωνία απ’ το ένα μέρος κι απ’ το άλλο παρακαλούμε.

Δεν γίνεσθε άγιοι κυνηγώντας το κακό. Άστε το κακό. Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι αυτό θα σας σώσει. Εκείνο που κάνει άγιο τον άνθρωπο είναι η αγάπη, η λατρεία προς τον Χριστό η οποία δεν μπορεί να εκφρασθεί δεν μπορεί δεν μπορεί …

Από το βιβλίο “Bίος και Λόγοι” του Γ. Πορφυρίου

«Περί του μυστηρίου της μετανοίας»

Αν αγαπήσομε τον Χριστό, όλα είναι εύκολα. Εγώ δεν το κατάφερα ακόμη. Τώρα προσπαθώ να Τον αγαπήσω. Στον Χριστό υπάρχουν όλα. Όλα τα ωραία, τα υγιή. Η υγιής ψυχή ζει τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, πού είναι «αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια».

Ο άνθρωπος του Θεού ζει ακόμη και όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος στον ύμνο της αγάπης: «Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται… ου λογίζεται το κακόν… πάντα στέγει, πάντα πιστεύει… η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει».
Έχετε αυτά; Έχετε την ευτυχία, τον Χριστό, τον Παράδεισο. Κι ο σωματικός ακόμη οργανισμός λειτουργεί θαυμάσια, χωρίς ανωμαλίες. Η χάρις του Θεού αλλάζει τον άνθρωπο, τον μεταμορφώνει ψυχικά και σωματικά. Πάνε τότε όλες οι αρρώστιες. Ούτε κολίτις, ούτε θυρεοειδής, ούτε στομάχι, ούτε τίποτα. Όλα λειτουργούν κανονικά. Είναι ωραίο να περπατάς, να εργάζεσαι, να κινείσαι και να έχεις υγεία. Αλλά πρώτα να έχεις ψυχική υγεία. Η βάσις είναι η ψυχική υγεία΄ ακολουθεί η σωματική. Όλες σχεδόν οι αρρώστιες προέρχονται από την έλλειψη εμπιστοσύνης στον Θεό και αυτό δημιουργεί το άγχος. Το άγχος το δημιουργεί η κατάργηση του θρησκευτικού αισθήματος. Άν δεν έχετε έρωτα για τον Χριστό, αν δεν ασχολείσθε με άγια πράγματα, σίγουρα θα γεμίσετε με μελαγχολία, με το κακό. Τι γίνεται, όμως, στον κόσμο;

Ακούστε με νά σας πω ένα παράδειγμα.
Μια κοπελίτσα πήγε σ΄ένα γιατρό και της έδωσε ορμόνες. Της λέω:

-Παιδί μου, μην τις πάρεις! Δεν είμαι γιατρός, δεν θέλω υπ΄ευθύνη μου να ενεργήσεις, όμως καταλαβαίνω ότι δεν πρέπει να τις πάρεις. Καλό είναι να πάεις τουλάχιστον σ΄έναν ενδοκρινολόγο. Τό πρόβλημα σου είναι περισσότερο ζήτημα ενδοκρινολόγου. Είναι απ΄τις στενοχώριες.
-Πράγματι, έχω περάσει στενοχώριες.
-Ε, αυτό είναι! Ειρήνευσε, γαλήνευσε, εξομολογήσου, μετάλαβε και θα τακτοποιηθούν όλα.
Πήγε, λοιπόν, σ΄έναν ενδοκρινολόγο και του είπε ό,τι της συνέβαινε.
-Πά, πά, πά! της λέει ο γιατρός. Να μήν τα πάρεις καθόλου αυτά τα φάρμακα! Πέταξέ τα! Θα σου κάνουνε μεγάλο κακό.

Και μετά μου τηλεφωνεί:
-Ό,τι μου είπες εσύ, μου είπε και ο γιατρός.
Βλέπετε, λοιπόν, τι γίνεται; Ενώ με την Εξομολόγηση καί την Θεία Κοινωνία έχουν θεραπευτεί πολλοί άνθρωποι.
Όταν είναι κανείς άδειος από τον Χριστό, τότε έρχονται χίλια δυό άλλα και τόν γεμίζουν: ζήλειες, μίση, ανία, μελαγχολία, αντίδραση, κοσμικό φρόνημα, κοσμικές χαρές. Προσπαθήστε να γεμίσετε την ψυχή σας με τον Χριστό, για να μήν την έχετε άδεια. Η ψυχή μας μοιάζει μέ μία δεξαμενή γεμάτη νερό. Άν τό νερό τό ρίξεις πρός τά λουλούδια, δηλαδή τίς αρετές, το δρόμο του καλού, θα ζείς τήν αληθινή χαρά και θ΄ατροφήσουν οι κακίες, τ΄αγκάθια. Άν, όμως, ρίξεις το νερό πρός τα αγκάθια, αυτά θ΄αναπτυχθούν και θα σέ πνίξουν καί θά μαραθούν όλα τά λουλούδια.

Όλα νά τά μεταρσιώνετε. Έτσι θα ζείτε τη χαρά, με την χάριν του Θεού. «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμουντί με Χριστώ…». Μην πείτε ότι θα κατορθώσετε κάτι. Μην το φαντασθείτε αυτό ποτέ. Το είπε ο Κύριος: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Δεν γίνεται αλλιώς. Ποτέ ο άνθρωπος δεν πρέπει να εμπιστεύεται τις δυνάμεις του αλλά τό έλεος και την εσπλαχνία του Θεού. Ο άνθρωπος θα κάνει μιά μικρή προσπάθεια, αλλά ο Χριστός θα τη στεφανώσει. Είναι πλάνη να πιστεύσετε ότι πετύχατε κάτι μόνοι σας. Όσο προχωράει ο άνθρωπος και πλησιάζει προς τον Χριστό, τόσο αισθάνεται περισσότερο ότι είναι ατελής. Ενώ ο φαρισαίος πού λέει: «Εγώ! Εγώ είμαι καλός, κάνω τούτο, εκείνο, το άλλο…», βρίσκεται σε πλάνη.

Πηγή: Βίος και λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλιβίτου

«Να μην γίνει η προσευχή αγγαρεία»

Να ζητάμε να γίνει το θέλημα του Θεού. αυτό είναι το πιο συμφέρον, το πιο ασφαλές για μας και για όσους προσευχόμαστε. Ο Χριστός θα μας τα δώσει όλα πλούσια. Όταν υπάρχει έστω και λίγος εγωισμός, δεν γίνεται τίποτα.

Όταν ο Θεός δεν μας δίδει κάτι που επίμονα ζητάμε, έχει το λόγο Του. Έχει κι ο Θεός τα «μυστικά» Του. Αν δεν κάνετε υπακοή (σε ιερέα-πνευματικό) και δεν έχετε ταπείνωση, η ευχή (δηλ. το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με) δεν έρχεται και υπάρχει και φόβος πλάνης.

Να μην γίνεται η ευχή αγγαρεία. Η πίεση μπορεί να φέρει μία αντίδραση μέσα μας, να κάνει κακό. Έχουν αρρωστήσει πολλοί με την ευχή, γιατί την έκαναν με πίεση. Και γίνεται, βέβαια, κι όταν το κάνεις αγγαρεία. αλλά δεν είναι υγιές.

Δεν είναι ανάγκη να συγκεντρωθείτε ιδιαίτερα για να πείτε την ευχή. Δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια όταν έχεις θείο έρωτα.

Όπου βρίσκεσθε, σε σκαμνί, σε καρέκλα, σε αυτοκίνητο, παντού, στον δρόμο, στο σχολείο, στο γραφείο, στη δουλειά μπορείτε να λέτε την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», απαλά, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο.

Σημασία στην προσευχή έχει όχι η χρονική διάρκεια αλλά η ένταση. Να προσεύχεσθε έστω και πέντε λεπτά, αλλά δοσμένα στο Θεό με αγάπη και λαχτάρα.

Μπορεί ένας μία ολόκληρη νύχτα να προσεύχεται κι αυτή η προσευχή των πέντε λεπτών να είναι ανώτερη. Μυστήριο είναι αυτό βέβαια, αλλά έτσι είναι.

«Αυτό είναι το μυστικό για να σου δίνει ο Θεός αυτό που επιθυμείς»

Ο Άγιος Γέροντας, όταν τον ρωτούσαν κάποιοι για τις επιθυμίες τους, έλεγε μεταξύ των άλλων:

Μας δίδεται ό,τι επιθυμούμε, όταν δεν το ζητάμε· μας δίδεται όταν δεν το σκεφτόμαστε αλλά ζητάμε μόνο την Βασιλεία Του. Να πως τα διατυπώνει ακριβώς: «Να ζητάμε στην προσευχή μόνο τη σωτηρία της ψυχής μας. Δεν είπε ο Κύριος: «Ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού…και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν»; (Ματθ. 6, 33· Λουκ. 12, 31).

Εύκολα, ευκολότατα ο Χριστός μπορεί να μας δώσει ό,τι επιθυμούμε. Και κοιτάξτε το μυστικό. Το μυστικό είναι να μην το έχετε στο νου σας καθόλου να ζητήσετε το συγκεκριμένο πράγμα. Το μυστικό είναι να ζητάτε την ένωσή σας με τον Χριστό ανιδιοτελώς, χωρίς να λέτε, «δώσ” μου τούτο, εκείνο…». Είναι αρκετό να λέμε, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Δεν χρειάζεται ο Θεός ενημέρωση από μας για τις διάφορες ανάγκες μας. Εκείνος τα γνωρίζει όλα ασυγκρίτως καλύτερα από μας και μας παρέχει την αγάπη Του. Το θέμα είναι ν” ανταποκριθούμε σ” αυτή την αγάπη με την προσευχή και την τήρηση των εντολών Του.

Να ζητάμε να γίνει το θέλημα του Θεού· αυτό είναι το πιο συμφέρον, το πιο ασφαλές για μας και για όσους προσευχόμαστε. Ο Χριστός θα μας τα δώσει όλα πλούσια. Όταν υπάρχει έστω και λίγος εγωισμός, δεν γίνεται τίποτα.

«Η αγάπη δεν έχει σύνορα»

“Το στεφάνι της αγάπης μας στους φίλους μας έχει ξένα σώματα (υπολογισμό, ανταπόδοση, ματαιοδοξία, συναισθηματική αδυναμία, εμπαθή συμπάθεια), ενώ το στεφάνι της αγάπης μας στους εχθρούς είναι καθαρό”.

Μού έλεγε ακόμη:

“Η εν Χριστώ αγάπη μας πρέπει να φθάνει παντού, ακόμη και στους χίπηδες στα Μάταλα. Ήθελα πολύ να πάω εκεί, όχι για να τους κάνω κήρυγμα η να τους κατηγορήσω, αλλά για να ζήσω μαζί τους “χωρίς αμαρτίες” και ν’ αφήσω να μιλήσει μόνη της η αγάπη του Χριστού, που μεταμορφώνει. Είδα τους χίπηδες και τους λυπήθηκα. Ήσαν σαν “πρόβατα μη έχοντα ποιμένα”.

Στο θέμα των κοινωνικών σχέσεων, με συμβούλευε:

“Δεν πρέπει να κάνεις τον χριστιανικό σου αγώνα με κηρύγματα και αντιδικίες, αλλά με πραγματική αγάπη. Όταν αντιδικούμε, οι άλλοι αντιδρούν. Όταν τους αγαπάμε, συγκινούνται και τους κερδίζουμε. Όταν αγαπάμε, νομίζουμε ότι προσφέρουμε στους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα προσφέρουμε πρώτα στον εαυτό μας. Η αγάπη χρειάζεται θυσίες. Να θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, που στην πραγματικότητα είναι του Θεού”.

(Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 54)

«Στην ασθένεια…»

Συμβούλευε ο Άγιος Πορφύριος ο Kαυσοκαλυβίτης:

Όταν είσαι άρρωστος να παρακαλάς τον Θεό να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου, και ο Θεός επειδή θα τον παρακαλάς ταπεινωμένος και πονεμένος θα σου συγχωρήσει τις αμαρτίες, και θα σε κάνει καλά και στο σώμα.

Να μην προσεύχεσαι με υστεροβουλία λέγοντας:

’’Θεέ μου συγχώρησε τις αμαρτίες μου’’ και το μυαλό σου να είναι προσκολλημένο στη σωματική σου ασθένεια. Μια τέτοια προσευχή δεν θα έχει αποτέλεσμα. Εσύ όταν προσεύχεσαι να ξεχνάς την σωματική σου αρρώστια και να την αποδέχεσαι σαν κανόνα για την άφεση των αμαρτιών σου. Για τα παραπέρα μην ανησυχείς άφησέ τα στο Θεό, και ο Θεός ξέρει τη δουλειά Του.

(Παταπίου μοναχού Kαυσοκαλυβίτου: ’’Όσιος Πορφύριος Kαυσοκαλυβίτης η αγιότητα στον εικοστό πρώτο αιώνα’’ σ. 74-75)

«Εκεί που απελπίζεσαι, ο Θεός σου στέλνει κάτι που δεν το περιμένεις»

Ο γέροντας Πορφύριος είπε: «Μην απελπίζεσαι».
«Όταν αμαρτάνεις, να μην απελπίζεσαι. Με θάρρος και ελπίδα στο Θεό να μετανοείς και να πηγαίνεις στον Πνευματικό που σου έχω υποδείξει, αν δεν μπορώ εγώ, και να τα εξομολογείσαι. Έτσι μόνο θα σωθείς». [Τζ. 142]

«Δεν υπάρχει απελπισία μέσα στην Εκκλησία»

Εκείνο που έλεγε, κυρίως, ήτανε για τη σημασία της εξομολογήσεως. Έλεγε:
«Δεν υπάρχει απελπισία όταν είσαι μέσα στην Εκκλησία, ό,τι και να έχεις κάνει, ό,τι και να έχεις υποστεί. Δεν υπάρχει απελπισία. Στενοχώρια μπορεί να έχεις, αλλά απελπισία όχι. Ο Θεός, μέσα από την εξομολόγηση –τόνιζε πάρα πολύ τη σημασία του Ιερέα, το χέρι του παπά… ήταν σαν να έβγαινε από εκεί η Θεία Χάρη- σε βοηθά και ξεπερνάς αυτά τα οποία μπορεί να σε οδηγήσουν στα έσχατα όρια της απελπισίας».

«Εκεί που απελπίζεσαι…»

«Έχει ο Θεός. Εκεί που απελπίζεσαι, σου στέλνει κάτι που δεν το περιμένεις… αρκεί να Τον πιστεύεις και να Τον αγαπάς. Όπως και Εκείνος μας αγαπά και φροντίζει για εμάς, όπως ο κάθε πατέρας για τα παιδιά του. Και όλοι μας είμαστε παιδιά Του Θεού. Και ό,τι καλό έχουμε, το έχουμε από Τον Θεό. Είναι δικό Του το δώρο. Δεν έχεις ακούσει στην Εκκλησία ότι: “Πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί κατά βαίνον, εκ σου του Πατρός των φώτων;” [Κ 111]

Από το βιβλίο «Ανθολόγιο Συμβουλών»
Γέροντος Πορφυρίου ιερομονάχου

Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται το “γνώθις αυτόν”.

Δηλαδή να γνωρίσεις τον εαυτό σου, ποιος είσαι. Ποιός είσαι στ’ αλήθεια, όχι ποιός νομίζεις εσύ ότι είσαι. Με τη γνώση αυτή γίνεσαι ο σοφότερος των ανθρώπων.

Με τέτοια επίγνωση έρχεσαι σε ταπείνωση και παίρνεις χάρη από τον Κύριο. Διαφορετικά αν δεν αποκτήσεις αυτογνωσία, αλλ’ υπολογίζεις μόνο τον κόπο σου, γνώριζε ότι πάντοτε θα βρίσκεσαι μακριά από το δρόμο. Διότι δεν λέει ο Προφήτης· “ίδε, Κύριε, τον κόπον μου”, αλλά “ίδε, λέγει, την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου”. Ο κόπος είναι για το σώμα, η ταπείνωση για τη ψυχή και πάλι τα δύο μαζί, κόπος και ταπείνωση, για όλον τον άνθρωπο.

Ποιός νίκησε το διάβολο; Αυτός που γνώρισε την ασθένειά του, τα πάθη και τα ελαττώματα, που έχει. Ο φοβούμενος να γνωρίσει τον εαυτό του, αυτός βρίσκεται μακριά από τη γνώση· άλλο τίποτε δεν αγαπά παρά να βλέπει μόνο λάθη στους άλλους και να τους κρίνει. Αυτός δεν βλέπει στους άλλους χαρίσματα, αλλά μόνον ελαττώματα- δεν βλέπει στον εαυτό του ελαττώματα, παρά μόνο χαρίσματα. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικό ελάττωμα των ανθρώπων του καιρού μας που δεν αναγνωρίζουμε ο ένας το χάρισμα του άλλου. Ο ένας στερείται πολλά, μα οι πολλοί τα έχουν όλα. Αυτό που έχει ο ένας δεν το έχει ο άλλος. Και, αν αυτό το αναγνωρίζουμε, υπάρχει πολλή ταπείνωση. Γιατί έτσι τιμάται και δοξάζεται ο Θεός, ο οποίος με πολλούς τρόπους στόλισε τους ανθρώπους και έκανε όλα τα δημιουργήματά του άνισα, δηλαδή διαφορετικά. Όχι όπως προσπαθούν οι ασεβείς να φέρουν ισότητα ανατρέποντας την θεία Δημιουργία.

Ο Θεός «τα πάντα εν σοφία εποίησεν».

Γι’ αυτό, παιδί μου, τώρα που είναι αρχή φρόντισε να γνωρίσεις καλά τον εαυτό σου, για να βάλεις θεμέλιο στερεό την ταπείνωση. Φρόντισε να μάθεις την υπακοή, να αποκτήσεις την ευχή. Γι’ αυτό πρώτα γνώριζε, παιδί μου, ότι κάθε αγαθό από το Θεό έχει την αρχή. Δεν γίνεται αγαθός λογισμός που να μην έχει αιτία το Θεό, ούτε πονηρός που να μην έχει αιτία το Διάβολο. Ό,τι καλό λοιπόν διανοηθείς, πεις, κάνεις, όλα είναι της δωρεάς του Θεού. “Παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον”. Όλα είναι της δωρεάς του Θεού· δικό μας δεν έχουμε τίποτε.

Καθένας λοιπόν που επιθυμεί και ζητεί να λάβει τη χάρη, να του δώσει δωρεάν ο Θεός, πρέπει πρώτον να γνωρίσει καλά την ύπαρξή του, το “γνώθι σαυτόν”. Και αυτή είναι η όντως αλήθεια. Γιατί κάθε πράγμα έχει αρχή. Και αν δεν αρχίσεις καλά δεν θα έχεις τέλος καλό.

Και αρχή λοιπόν και αλήθεια είναι να γνωρίσει κανείς ότι είναι μηδέν – 0 – και εκ του μηδενός δημιουργήθηκαν τα πάντα. “Είπε και εγεννήθησαν ενετείλατο και εκτίσθησαν”. Είπε και έγινε γη. Και αφού πήρε πηλό έπλασε άνθρωπο. Άψυχο, άνουν ένα πήλινο άνθρωπο. Αυτή η ιδία σου ύπαρξη. Αυτό είμαστε όλοι μας. Χώμα και λάσπη. Αυτό είναι το πρώτο μάθημα σ’ εκείνον που θέλει να λάβει, αλλά και να μένει διαπαντός η χάρη κοντά του. Απ’ αυτό αποκτά την επίγνωση και απ’ αυτό γεννιέται ταπείνωση. Όχι με λόγια μόνο, να ταπεινολογεί, αλλά στηριζόμενος στην πραγματικότητα λέει την αλήθεια: Είμαι χώμα, είμαι πηλός, είμαι λάσπη. Αυτή είναι η πρώτη μητέρα μας. Λοιπόν το χώμα πατιέται, και συ ως χώμα οφείλεις να πατηθείς. Είσαι λάσπη, δεν έχεις καμίαν αξία.

Σε πετούν εδώ και εκεί, σε κτίζουν από ένα σημείο σε άλλο σε χρησιμοποιούν ως άχρηστη ύλη.

Και λοιπόν σου «ενεφύσησεν» ο Δημιουργός και σου έδωσε πνεύμα ζωής. Και να, αμέσως έγινες ένας άνθρωπος λογικός. Ομιλείς, εργάζεσαι, γράφεις, διδάσκεις· έγινες ένα μηχάνημα του Θεού. Όμως μη λησμονείς ότι η ρίζα σου είναι το χώμα. Και αν λάβει το πνεύμα αυτός που σου το έδωσε, εσύ πάλι θα κτίζεσαι στα ντουβάρια.

Γι’ αυτό “μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμαρτήσης εις τον αιώνα”.

Αυτή είναι η πρώτη αίτια, που όχι μόνον ελκύει τη χάρη, αλλά την πληθύνει και τη συγκρατεί. Αυτή ανεβάζει το νου στην πρώτη θεωρία της φύσεως. Και έξω απ’ αυτή την αρχή βρίσκει μεν κάτι λίγο, αλλά μετά από καιρό θα το χάσει. Γιατί δεν κτίζει σε έδαφος στερεό, αλλά προσπαθεί με τρόπους και τέχνη.

Λες λόγου χάριν είμαι αμαρτωλός! Αλλά εσωτερικά πιστεύεις ότι είσαι δίκαιος. Δεν μπορείς να αποφύγεις την πλάνη. Η χάρη θέλει να μείνει, αλλ’ επειδή ακόμη πρακτικά δεν έχεις βρει την αλήθεια, κατ’ ανάγκη πρέπει να φύγει. Γιατί αναμφίβολα θα πιστέψεις στο λογισμό σου ότι είσαι αυτό το οποίο δεν είσαι, και χωρίς άλλο θα πλανηθείς. Ως εκ τούτου δεν παραμένει η χάρη. Επειδή έχουμε τον αντίπαλο, που είναι τεχνίτης ισχυρός, είναι εφευρέτης κακών, και της κάθε πλάνης δημιουργός. Που αγρυπνεί πλάι μας. Που από φως έγινε σκότος και όλα τα γνωρίζει. Που είναι εχθρός του Θεού και ζητεί όλους να μας κάνει εχθρούς Του. Και εν τέλει είναι πνεύμα πονηρό και εύκολα αναμειγνύεται με το πνεύμα, που μας χάρισε ο Θεός, και παίρνει τη μηχανούλα μας και την κινεί όπως θέλει αυτός. Κοιτάζει, πού ρέπει η όρεξη της ψυχής, και με ποιό τρόπο τη βοηθά ο Θεός, και αμέσως σκέφτεται και εκείνος τα ίδια.

Πηγή: «Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας».
Εκδ.: Ι.Μ.Φιλοθέου, Άγ. Όρος -αποσπάσματα σε νεοελληνική απόδοση.

"Τα πιο μεγάλα αμαρτήματα"

Τα αμαρτήματά μας είναι πολλά και διάφορα, όλα όμως περιλαμβάνονται σε τούτα τα οκτώ:

υπερηφάνεια, κενοδοξία, φιλαργυρία, πορνεία, οργή, γαστριμαργία, φθόνο και ακηδία.

Αυτά λέγονται θανάσιμα, γιατί είναι οι κεφαλές, οι ρίζες και τα θεμέλια όλων των άλλων, και γιατί θανατώνουν την ψυχή μας.
Με τα οκτώ θανάσιμα αμαρτήματα μας πολεμούν οι τρεις θανάσιμοι εχθροί μας, η σάρκα, ο κόσμος, και ο διάβολος.

– Η σ ά ρ κ α μας ρίχνει στην πορνεία, τη γαστριμαργία και την ακηδία.
– Ο κ ό σ μ ο ς μας τραβάει στη φιλαργυρία και στην ακόρεστη επιθυμία όλων γενικά των υλικών πραγμάτων.
– Ο δ ι ά β ο λ ο ς μας εμπνέει την υπερηφάνεια, την κενοδοξία, την οργή και το φθόνο.
Ο διάβολος, βέβαια, μας σπρώχνει σ΄όλες τις ανομίες, πιο πολύ όμως αγωνίζεται να μας ρίξει στην υπερηφάνεια, για να γίνουμε μιμητές και ακόλουθοί του.

Πέρα από τα θανάσιμα οκτώ αμαρτήματα, με τα οποία θ΄ασχοληθούμε αναλυτικά πιο κάτω, υπάρχουν και άλλα έξι εξίσου βαριά, που γεννιούνται απ΄αυτά, για τα οποία θα γράψουμε στο παρόν κεφάλαιο.

Το πρώτο και βαρύτερο απ΄όλα είναι η σιχαμερή και καταραμένη βλασφημία, που δέν τη φανέρωσε στον κόσμο τούτο κανένας άλλος, παρά ο εφευρέτης της κακίας διάβολος, ξέροντας πώς είναι χειρότερη κι από πορνείες κι από φονικά κι από κάθε ασωτία και βόρβορο, καί πώς αυτή μονάχα φτάνει για να κολάσει τον άνθρωπο αιώνια. Ο βλάσφημος άνθρωπος λέγεται και είναι εχθρός του Θεού.

Γιατί αν μπορούσε, την ώρα που θυμώνει, να έχει στα χέρια του τόν Κύριο ή τον άγιο εκείνο που βλαστημάει, θαρρείς πώς θα τον θανάτωνε, ο ανόητος, παρακινημένος από τους ερεθισμούς που προξενεί στην καρδιά του ο πονηρός. Γι΄αυτό και ο ιερός Αυγουστίνος λέει, ότι περισσότερο αμαρτάνουν όσοι βρίζουν τό Χριστό τώρα, που βασιλεύει στούς ουρανούς, παρά εκείνοι πού Τόν σταύρωσαν, όταν βρίσκονταν με σώμα ανθρώπινο στη γη.

Στο αμάρτημα της βλασφημία πέφτουν πιο πολύ οι άνδρες, ενώ οι γυναίκες κάνουν συνήθως κάτι άλλο, που είναι παρόμοιο με τη βλασφημία. Όταν δηλαδή τις βρει κάποια συμφορά, στρέφονται με αγανάκτηση ενάντια στην πρόνοια και τη δικαιοσύνη του Θεού, λέγοντας, οι άμυαλες, ότι μερικές φορές ο Κύριος δεν κρίνει δίκαια. Αν, λ.χ., κάποιος αγαπημένος τους συγγενής πεθάνει ή αρρωστήσει βαριά ή πάθει κάποια μεγάλη ζημιά, τότε, όχι μόνο δεν δοξάζουν τον Μεγαλοδύναμο, αλλ΄αναθεματίζουν τη μέρα που γεννήθηκαν, επιζητούν οργισμένες το θάνατο, οδύρονται και παραπονιούνται εναντίον του Θεού, πού δεν τις απαλλάσσει από τις θλίψεις και τα βάσανα, μερικές φορές μάλιστα παραδίνονται τελείως στα χέρια του διαβόλου και αρχίζουν να ξεστομίζουν φοβερές, ανήκουστες, δαιμονικές κατάρες. Όλα τούτα είναι λόγια βλάσφημα, λόγια που ταιριάζουν μόνο στους ταλαίπωρους κολασμένους. Μ΄αυτούς φαίνεται πώς θέλουν να συνοικήσουν όσοι τα λένε.
Εσύ, λοιπόν, που δεν επιθυμείς την κόλαση, αλλά ποθείς τον πάντερπνο παράδεισο, ταπεινώσου και σκύψε αγόγγυστα το κεφάλι σου σ΄όλες τις συμφορές που σε βρίσκουν με παραχώρηση του Κυρίου. Δέξου του από το θεϊκό χέρι σαν ένα φάρμακο θεραπευτικό, σαν ένα βάλσαμο παρασκευασμένο για τη σωτηρία σου από έναν σοφότατο Γιατρό. Πίστευε αδίστακτα, πώς με δικαιοσύνη και σοφία πολλή σου στέλνει ο Πανάγαθος τις θλίψεις για την ψυχική σου ωφέλεια. Γιατί, όταν λες ότι ο Θεός ενεργεί άδικα, είναι σαν να λές ότι δεν είναι Θεός. Και άν μου πεις, πώς η συμφορά σου είναι τόσο μεγάλη, που η σφοδρότητά της σε κάνει να ξεστομίζεις λόγια βλάσφημα, συλλογίσου γνωστικά και συνετά, ότι, με την αντίδρασή σου αυτή και την ανυπομονησία σου, όχι μόνο δεν την ελαφρύνεις, αλλά και τη βαραίνεις.

Αν θέλεις να σου φανούν ελαφριές οι όποιες θλίψεις σου, σύγκρινέ τες μ΄αυτά τα τέσσερα:
α) με τις ευεργεσίες και τα χαρίσματα που έλαβες από τον Θεό,
β) με τις πολλές αμαρτίες που έκανες ενώπιόν Του,
γ) με τις τιμωρίες της κολάσεως, που σου αξίζουν για τις άνομες πράξεις σου,
δ) με τη δόξα του Παραδείσου, που σου υπόσχεται ο Κύριος, παρά την αναξιότητά σου.
Μετά από μιά τέτοια σύγκριση, οποιεσδήποτε θλίψεις κι αν δοκιμάζεις, θα σου φαίνονται μικρές κι ασήμαντες.

Διαβάστε εδώ: Δεν σώζει η αναμαρτησία αλλά η μετάνοια!
Δεύτερο μεγάλο αμάρτημα είναι η επιορκία, δηλαδή τό να ορκίζεσαι ψέματα στο Ιερό Ευαγγέλιο ή στον Τίμιο Σταυρό ή στο όνομα του Θεού, της Θεοτόκου ή άλλου αγίου. Επειδή και τούτο, όπως και η βλασφημία, είναι αμάρτημα που στρέφεται κατευθείαν εναντίον του Θεού, είναι βαρύτερο απ΄οποιοδήποτε άλλο, που στρέφεται εναντίον του πλησίον. Κάθε επιορκία είναι θανάσιμη αμαρτία, γιατί αποτελεί εξύβριση της Θείας μεγαλοσύνης.

Τρίτο αμάρτημα είναι η κλοπή, το να πάρεις, δηλαδή, και να κρατάς στην κατοχή σου ξένο πράγμα χωρίς τη θέληση ή την άδεια του κυρίου του. Όσον καιρό το κρατάς έτσι, βρίσκεσαι σε θανάσιμη αμαρτία. Και δεν είναι αρκετή η προαίρεσή σου να του το επιστρέψεις κάποτε. Τώρα πρέπει να του το δώσεις, και μάλιστα όχι μόνο το πράγμα, αλλά και ό,τι ζημιώθηκε εκείνος στο χρονικό διάστημα που το κρατούσες παράνομα.

Τέταρτο αμάρτημα είναι η π α ρ ά β α σ η ο π ο ι α σ δ ή π ο τ ε ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ή ς ε ν τ ο λ ή ς
κ α ι κ α ν ό ν ο ς τ ω ν α γ ί ω ν Α π ο σ τ ό λ ω ν ή τ ω ν Π α τ έ ρ ω ν, που οφείλεις να τηρείς απαρασάλευτα:
Να εκκλησιάζεσαι, λ.χ., όλες τις Κυριακές και εορτές, να εξομολογείσαι, να κοινωνείς, να νηστεύεις όποτε ορίζει η Εκκλησία μας κ.λ.π.
Πέμπτο μεγάλο αμάρτημα είναι η κ α τ α λ α λ ι ά και κ α τ ά κ ρ ι σ η, με το οποίο διασύρεις και ντροπιάζεις το συνάνθρωπό σου, προξενώντας του ζημιά μεγάλη και βάζοντάς τον σε πολλούς κινδύνους, γιατί σπιλώνεις την τιμή και την υπόληψή του, πράγμα πολυτιμότερο από κάθε περιουσία και κάθε υλικό θησαυρό. Αλήθεια, πώς τολμούν μερικοί αναιδέστατοι και καταλαλούν τον πλησίον, προπαντός μάλιστα όταν δεν έχουν οι ίδιοι άμεση γνώση της υποθέσεως για την οποία τον κατηγορούν; Αλλά κι αν έχουν, δεν άκουσαν ποτέ αυτό που είπε ο Κύριος, “Μήν κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μή σας κρίνει κι εσάς ο Θεός.
Μήν τους καταδικάζετε, για να μή σας καταδικάσει κι εσάς ο Θεός” (Λουκ. 6:37); Γι΄αυτή τη σωτήρια εντολή οφείλεις, κι αν ακόμα δεις κάποιον φανερά ν΄αμαρτάνει, να τον σκεπάσεις όπως μπορείς. Έτσι θα σκεπάσει ο Θεός και τα δικά σου παραπτώματα.

Έκτο και τελευταίο αμάρτημα είναι το ψ έ μ α. Αυτό αν είναι μικρό και ασήμαντο, χωρίς συνέπειες, αποτελεί, βέβαια, αμαρτία μα όχι βαρειά. Αν όμως είναι ψέμα που σχετίζεται με σοβαρό ζήτημα και προξενεί κάποια υλική ή ηθική βλάβη στον πλησίον, τότε είναι αμαρτία φοβερή. Στην περίπτωση αυτή, οφείλεις εσύ, που έγινες άμεσα ή έμμεσα αίτιος της βλάβης του συνανθρώπου σου, να την επανορθώσεις και να τον αποζημιώσεις με κάθε τρόπο. Μόνο έτσι θα σε συγχωρήσει ο Κύριος για το κακό που έκανες λέγοντας ψέματα.
Αυτά είναι τα κυριότερα αμαρτήματα, που γεννιούνται από τα οκτώ θανάσιμα.
Και από τούτα και από εκείνα πρέπει να φεύγουμε μακριά με πολλή επιμέλεια, γιατί θανατώνουν την ψυχή μας και την οδηγούν στην αιώνια απώλεια.

~ Όταν προσευχόταν ο όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης στεκόταν στην προσευχή ως στύλος ακλόνητος και καθήμενος δεν αισθανόταν καθόλου το σώμα του, σε κατάσταση ψηλή υπάρχων, πλήρης χάριτος και θείου Φωτός.
~ Στην «Μεταμόρφωση» της ιεράς Σκήτης αγίας Άννας έζησε ο ευλαβέστατος Μαυροβούνιος ιερομόναχος Μηνάς. Το ημερονύκτιο έκαμε από 1000 έως 3000 γονυκλισίες και 50 έως 100 κομβοσχοίνια. Από την πολλή προσευχή δεν άδειαζε να μιλήσει. Η προσευχή για αυτόν ήταν η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, αλλά είχε και πρακτική ωφέλεια. Τον σκέπασε από την πολυλογία και την κατάκριση.
~ Ένας ασκητής έστελνε τον υποτακτικό του να πουλήσει το εργόχειρο του στις Καρυές. Εκεί ο υποτακτικό του άκουσε στο Πρωτάτο ωραιότατες ψαλμωδίες, μουσική κ.λ.π. Μια μέρα λέει στον γεροντά του. Γέροντα έχω ένα λογισμό.
Εμείς εδώ πέρα στην έρημο δεν κάνουμε τίποτα. Να δεις πως εκεί υμνούν τον Θεό. Ψαλμωδίες, πράγματα, χορωδίες. Εμείς εδώ μόνο κομποσχοίνι, μόνο ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ… Τον παίρνει ο Γέροντας τότε μια άλλη μέρα και του λέει.

Ας, πάμε παιδί μου να δούμε τι κάνουν αυτοί οι πατέρες. Να κάνουμε κι εμείς το δικό τους τυπικό. Και όταν πήγαν σκύβει στο αυτί του, μέσα στην εκκλησία και του λέει ψιθυριστά. Πράγματι τέκνο, εδώ δοξάζουν τον Θεό. Δεν πρόλαβε να τελείωση και πιάνει δυνατός σεισμός. Σείστηκαν τα σύμπαντα.
Τότε αμέσως οι ψάλτες άφησαν τα μουσικά βιβλία και τα «τεριρέμ» και άρχισαν να τραβούν κομποσχοίνι, φωνάζοντας «ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΥΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΛΕΗΣΟΝ ΗΜΑΣ»!!!! Γέροντα πάμε να φύγουμε, πάμε στη δουλεία μας, στην ησυχία μας, στο καλύβι μας. Αυτό που κάνουμε εμείς, είναι ανώτερο από τα ψαλτικά. Διαπίστωσαν πράγματι, ότι καλύτερη προσευχή είναι η προσευχή με το κομποσχοίνι.
~ Σαράντα χρόνια στην έρημο, όλες τις ακολουθίες τις έκαμα με κομποσχοίνι, διηγείται ο γέρων Χρυσόστομος ο ερημίτης. Την Μ. Τεσσαρακοστή προσπαθούσαμε να έχουμε τον νου μας πάνω στον Εσταυρωμένο. Αλλά πόσο γρήγορα η προσευχή φεύγει. Βία χρειάζεται.
~ Ο γέρων Δανιήλ στην Νέα Σκήτη έζησε 115 χρόνια. Είχε οξυτάτη όραση. Όταν έκανε κομποσχοίνι πήγαινε ο διάβολος με την μορφή τσακαλιού και του τραβούσε το κομποσχοίνι. Εκείνος, όμως συνέχιζε τον αγώνα του.
~ Είπε γέρων. Όπως τα καράβια που κινδυνεύουν εκπέμπουν σήμα κινδύνου συνεχώς, έτσι πρέπει να λέει και ο άνθρωπος συνεχώς την ευχή. Κύριε Ιησού Χριστέ Ελεησον με.
~ Φημολογείται το ακόλουθο γεγονός. Όταν κάποτε ήλθε στο Όρος ο νεοφανείς άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως επισκέφτηκε στην σκήτη της αγίας Άννας σπουδαίο πνευματικό, θεωρητικό και πρακτικό δάσκαλο την νοεράς προσευχής γέροντα, μετά του οποίου συζητούσαν στην καλύβα του και προσευχήθηκαν επί τρία ημερονύκτια!!! Αδιαλείπτως.
~ Ο ερημίτης π. Χρυσόστομος μας διηγείται. Υπήρχε ένας γεροντάκος, στα καυσοκαλύβια. Είχε αγγελική φωνή. Λέγεται πως όταν έψαλλε το «Άξιον εστί» άνοιγε τα χέρια του διάπλατα από την μεγάλη αγαλλίαση της καρδιά του και φημολογείται ότι κουνιόντουσαν τα καντήλια. Μια φορά κατέβαινα προς την Αγια Άννα και άκουσα να ψέλνει. Έλεγα, μα τι φωνή είναι αυτή; Άγγελος ψάλει;

«Λογισμοί σημαίνει, έλλειψις μετανοίας, έλλειψις πνευματικής ζωής, έλλειψις στοιχειώδους εμπειρίας, απουσία Θεού.
Ο οποιοσδήποτε λογισμός είναι μαρτυρία ότι υπάρχει αντίστοιχο πάθος, και δη πάθος που αγαπάμε.

Εάν δεν το αγαπούσαμε, θα μας έφευγε. Το αγαπάμε, το θέλομε, το τρέφομε και αγωνιούμε στην πραγματικότητα μήπως μας φύγη, έστω και αν προσευχώμεθα να μας το πάρη ο Θεός. Αυτή η προσευχή είναι ένα «ξεγέλασμα» του εαυτού μας και του Θεού».

Τα λόγια του γέροντα -νομίζω- μας πιάνουν (σχεδόν) όλους. Πολλές φορές λέμε ότι παλεύουμε με τους λογισμούς μας αλλά από την άλλη τρέφουμε το πάθος που γεννά τους λογισμούς· δηλαδή αντί να επικεντρωθούμε στο κέντρο του προβλήματος εμείς κινούμαστε στα πέριξ. Αντί να εναντιωθούμε στην πηγή του πάθους -στο ίδιο το πάθος- εμείς πολεμούμε τους λογισμούς που είναι απόρροια του πάθους. Οι λογισμοί παύουν όταν το αντίστοιχο πάθος εκλείψη και μεταμορφωθεί σε αρετή.

Η σιωπή των λογισμών κατορθώνεται με την Χάρη του Θεού αλλά και τον δικό μας φιλότιμο αγώνα, μα κυρίως -όσο αφορά την δική μας πλευρά- με το ταπεινό φρόνημα. Είναι αδύνατον να έρθει η Χάρις σε άνθρωπο που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Όλα γίνονται εύκολα όταν ο άνθρωπος έχει ταπείνωση. Γιατί στον ταπεινό άνθρωπο έρχεται η Χάρις του Θεού που τα γλυκαίνει όλα, τα φωτίζει όλα.
Υπάρχει Χάρις; Υπάρχει ταπείνωσις. Υπάρχει πάθος και λογισμοί; Υπάρχει εγωισμός.

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος